O Αμπντέλα Ταϊά γεννήθηκε στο Μαρόκο το 1973, σπούδασε στη Σορβόνη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία πριν από 14 χρόνια. Αν και το έργο του είναι γνωστό σε πολλές γλώσσες, κανένα από τα πέντε βιβλία του δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Το 2010 κέρδισε το Prix de Flore, ύψιστη διάκριση που απονέμεται σε φερέλπιδες γαλλόφωνους συγγραφείς, για το βιβλίο του “Η μέρα του βασιλιά”. Όπως έκανε πριν από λίγες μέρες ο ηθοποιός Ομάρ Σαρίφ ο νεότερος με τη δική του παρέμβαση, στο κείμενο που μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω ο 38χρονος συγγραφέας μας διηγείται την προσωπική του ιστορία, κάνοντας έκκληση να μην αποκλειστούν για ακόμα μια φορά οι ομοφυλόφιλοι από τον αγώνα των αραβικών λαών για ελευθερία.
“Στο Μαρόκο της δεκαετίας του 80, σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία αποτελούσε φυσικά μια έννοια ανύπαρκτη, ήμουν ένα μικρό αγόρι με θηλυκούς τρόπους, ένα αγόρι προορισμένο να θυσιαστεί, ένα κορμί ταπεινωμένο που έπρεπε να σηκώσει στους ώμους του κάθε υποκρισία και κάθε ανομολόγητη σκέψη. Πριν κλείσω τα 10, και χωρίς κανείς να μου έχει μιλήσει γι’ αυτό, γνώριζα πολύ καλά ποια ήταν η μοίρα αγοριών όπως εγώ στην εξαθλιωμένη κοινωνία μας. Ήταν προορισμένα να γίνουν θύματα, να χρησιμοποιηθούν με τις ευλογίες όλων σαν αντικείμενο γρήγορης ηδονής από σεξουαλικά στερημένους άντρες. Γνώριζα επίσης ότι κανείς δεν θα ερχόταν να με σώσει – ούτε καν οι γονείς μου που ήμουν σίγουρος ότι με αγαπούσαν. Και γι’ αυτούς ακόμα ήμουν αυτό που αποκαλούσαν “ζαμέλ”: Ξεφτίλα. Λέρα.
Μαζί με όλους τους υπόλοιπους με καταδίκασαν σε μια τρομακτική, εκκωφαντική σιωπή. Με έκλεισαν εκεί και με άφησαν να πεθαίνω ένα μικρό θάνατο κάθε μέρα που περνούσε.
Πως μπορεί να επιβιώσει από αυτό το τραύμα ένα παιδί που αγαπάει τους δικούς του, αγαπάει τα αδέλφια του, την εργατική του καταγωγή και την ισλαμική πίστη του; Γνωρίζοντας ότι αυτό που έβλεπαν σε μένα έδινε στον καθένα το δικαίωμα να με προσβάλλει και να με κακοποιήσει; Κάτι στον τρόπο που κούναγα τα χέρια μου, στον τρόπο που πρόφερα τις λέξεις. Κάτι στο βηματισμό μου, στον τρόπο που περπατούσα. Κάτι στην άνετη οικειότητα που είχα με τις γυναίκες, με τη μητέρα μου, με τις αδελφές μου. Κάτι ακαθόριστο που με κατέτασσε αυτόματα στην κατηγορία του θύματος, όπως εκείνα τα αγόρια “έμο” με τα στενά παντελόνια και τα μακριά μαλλιά που τα βρίσκουν παραπεταμένα, με τα κρανία τους πολτοποιημένα στους δρόμους της Βαγδάτης.
Για να πω την αλήθεια, δεν γνωρίζω πως επιβίωσα. Το μόνο που μου έμεινε είναι μία έφεση στη σιωπή. Και ένα όνειρο που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, να παρέμβει κάποιος για να με σώσει. Είμαι 38 χρονών σήμερα και μπορώ να το δηλώσω χωρίς τυμπανοκρουσίες: Κανείς τους δεν ήρθε να με σώσει.
Το παιδί, ο έφηβος που ήμουν τότε έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Γνώριζα πως ήμουν “θηλυπρεπής” και πως ήταν λάθος να είμαι με τόσο εμφανή τρόπο “τοιούτος”. Ο Θεός δεν με αγαπούσε. Είχα παραστρατήσει από το δρόμο Του. Ή τουλάχιστον αυτό με άφηναν να καταλάβω. Όχι μόνο η οικογένειά μου, αλλά ολόκληρη η γειτονιά. Και έμαθα το μάθημά μου τέλεια. Τόσο καλά που σήμερα πιστεύω ότι νίκησαν. Θα σας διηγηθώ τι συνέβη με κάθε λεπτομέρεια.
Δεν είχα κλείσει καλά-καλά τα 12 και όλοι στη γειτονιά μου με αποκαλούσαν “το κοριτσάκι”. Ακόμα και τα παιδιά που έπαιζα μαζί τους ποδόσφαιρο χρησιμοποιούσαν αυτό το παρατσούκλι, αυτή την προσβολή. Ακόμα και οι έφηβοι που είχαν μοιραστεί μαζί μου τις πρώτες στιγμές σεξουαλικής αφύπνισης. Δεν ήμουν πια παιδί. Το σώμα μου άλλαζε, μεγάλωνε, γινόταν αντρικό. Όμως οι άλλοι δεν με έβλεπαν σαν άντρα. Η εικόνα του εαυτού μου που έβλεπα στα μάτια τους ήταν παράξενη και ακατανόητη. Οι απόπειρες κακοποίησης και βιασμού άρχισαν να πολλαπλασιάζονται.
Ήξερα ότι αυτό που ήμουν είναι λάθος. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Να μιλήσω στη μητέρα μου και τον αδελφό μου; Και τι να τους έλεγα ακριβώς;
Η στιγμή που με σημάδεψε ήρθε μια καλοκαιρινή βραδιά του 1985. Έκανε απίστευτη ζέστη. Όλοι προσπαθούσαμε να αποκοιμηθούμε, αλλά μάταια. Ήμουν κι εγώ ξύπνιος, ξαπλωμένος στο πάτωμα ανάμεσα στις αδελφές μου και τη μητέρα μου. Ξαφνικά έφτασαν στο δωμάτιο οι φωνές των μεθυσμένων αντρών. Οι πάντες μπορούσαν να τους ακούσουν. Όλη μου η οικογένεια. Ολόκληρη η γειτονιά. Ολόκληρος ο κόσμος. Οι άντρες που τις φωνές τους αναγνωρίζαμε όλοι, καλούσαν το όνομά μου. “Αμπντέλα κοριτσάκι μου, βγες έξω. Ξύπνα και κατέβα κάτω. Σε θέλουμε όλοι, κατέβα κάτω Αμπντέλα. Μη φοβάσαι. Δεν θα σε πονέσουμε. Θέλουμε μόνο να σε πηδήξουμε.”
Συνέχισαν να φωνάζουν για πολλή ώρα. Να προφέρουν το όνομά μου. Να ξεσηκώνουν τη νύχτα με τη λαγνεία τους. Να παραδέχονται το έγκλημά τους. Εκείνη τη νύχτα ομολόγησαν όσα έμεναν ανομολόγητα στον τόσο σιωπηλό και καθώς πρέπει κόσμο που ζούσαμε. Τότε δεν ήμουν ικανός για μια τέτοια ανάλυση, δεν μπορούσα να γνωρίζω ότι δεν ήμουν εγώ το πρόβλημα. Ήξερα μόνο ότι ένιωθα τρομαγμένος. Τρομοκρατημένος. Και έλπιζα ότι ο μεγάλος μου αδελφός, ο ήρωάς μου, θα σηκωνόταν και θα τους απαντούσε. Δεν ήθελα να ξεκινήσει καβγά μαζί τους, όχι. Το μόνο που ήθελα ήταν να ακούσω από το στόμα του αυτές τις λίγες λέξεις: “Φύγετε. Αφήστε τον αδελφό μου ήσυχο.”
Όμως ο αδελφός μου, ο απόλυτος μονάρχης της οικογένειάς μας, δεν είπε τίποτα. Όλοι μου γύρισαν την πλάτη. Όλοι συμμετείχαν στη δολοφονία μου. Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη, αλλά τα κατάφερα να μην κλάψω. Απλά έκλεισα τα μάτια μου, σφίγγοντας τα βλέφαρά μου με όση δύναμη είχα μέσα μου. Με μια κίνηση έκλεισα τα πάντα εντός μου. Τα πάντα. Από εκείνη τη νύχτα δεν θα ήμουν ποτέ πια ο ίδιος. Για να σώσω το τομάρι μου, σκότωσα αυτό που ήμουν. Θα σας πω πως τα κατάφερα.
Άρχισα να κάνω το παν για να περνάω απαρατήρητος. Διέκοψα κάθε επαφή με τα παιδιά της γειτονιάς. Άλλαξα τη συμπεριφορά μου. Αποφάσισα να ελέγχω τον εαυτό μου κάθε στιγμή. Κομμένες οι θηλυκές χειρονομίες. Κομμένη η κοριτσίστικη φωνούλα. Κομμένα τα πάντα. Έπρεπε να επινοήσω τον εαυτό μου από την αρχή. Και το έκανα με τεράστια αποφασιστικότητα, συνειδητοποιώντας ότι αυτός ο κόσμος δεν ήταν δικός μου πλέον. Μεγαλώνοντας θα αναζητούσα την ελευθερία μου κάπου αλλού. Μέχρι τότε θα γινόμουν σκληρός. Πολύ σκληρός.
Σήμερα αισθάνομαι νοσταλγία για το μικρό αγόρι με τους θηλυκούς τρόπους. Μοιράζομαι μαζί του τους ίδιο σώμα αλλά τον έχω σβήσει εντελώς από τη μνήμη μου. Εκείνος κατοικούσε στο βασίλειο της αθωότητας. Εγώ κατοικώ στο βασίλειο της σκέψης. Εκείνος ήταν αφελής. Εγώ είμαι πονηρεμένος. Εκείνος ήταν αυθόρμητος. Εγώ παλεύω συνέχεια με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Το 2006, αφού είχα μετακομίσει στη Γαλλία και κυκλοφόρησε στο Μαρόκο το δεύτερο βιβλίο μου, δήλωσα στον αραβικό τύπο ότι είμαι ομοφυλόφιλος. Σκάνδαλο, αλλά και οι πρώτες αχτίδες ελπίδας. Αντιμέτωπος με τη σιωπή του αδελφού μου και τα δάκρυα της μητέρας μου στο τηλέφωνο, δημοσίευσα στο πολύ γενναίο περιοδικό TelQuel μια ανοιχτή επιστολή με τίτλο “Η ομοφυλοφιλία όπως θα την εξηγούσα στη μητέρα μου”. Ένα χρόνο αργότερα η μητέρα μου δεν ζούσε πια.
Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος να γίνω συγγραφέας και να χρησιμοποιήσω τα γραπτά μου για να μιλήσω ανοιχτά σχετικά με την ομοφυλοφιλία στον κόσμο της εφηβείας μου. Να δικαιώσω τον μικρό Αμπντέλα. Να μην αφήσω να ξεχαστεί το τραύμα που πέρασε, το τραύμα που περνάνε όλα τα αγόρια σαν κι αυτόν που μεγαλώνουν στις αραβικές κοινωνίες.
Ένα χρόνο από τότε που ξέσπασε η Αραβική Άνοιξη, δεν επιτρέπεται να τους ξεχάσουμε. Οι άραβες έχουν συνειδητοποιήσει πλέον ότι πρέπει να βγουν από τη σκιά των μεγαλομανών ηγετών τους. Να επινοήσουν ξανά τον εαυτό τους ως ελεύθεροι άνθρωποι. Οι άραβες ομοφυλόφιλοι συμμετέχουν κι αυτοί στην επανάσταση, στην Αίγυπτο, στο Μαρόκο και στο Ιράκ. Είναι κι αυτοί μέρος μιας διαδικασίας πολιτικής και προσωπικής απελευθέρωσης που την έχουμε τόση ανάγκη. Ο κόσμος πρέπει να τους στηρίξει και να τους προστατεύσει.”
Το κείμενο δημοσιεύτηκε χτες στους New York Times.
Και μία παρέμβαση του συγγραφέα για το ίδιο θέμα στη γαλλική τηλεόραση.