«Ένας άστεγος ανακάλυψε τα ξημερώματα ένα βαποράκι νεκρό στην καρδιά των Βρυξελλών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το ανδρόγυνο πλάσμα δολοφονήθηκε.»
Δυο γραμμές όλες κι όλες λες κι ανακοινώνουν ότι βρέθηκε ένας σκύλος σκοτωμένος στην εθνική.
Ο κόσμος δεν έχει αλλάξει καθόλου. Σαν είδηση ένας τέτοιος φόνος αξίζει λιγότερο από ένα σπασμένο τζάμι στην αμερικάνικη πρεσβεία. Ακόμα και το έτος 2035 μια τρανς με το κεφάλι ανοιγμένο στο δρόμο είναι ψιλά γράμματα.
Καθώς η λακωνικότητα των συντακτών με κάνει να θέλω να εκραγώ, ανακαλύπτω ότι έχουν βάλει από δίπλα μια φωτογραφία. Η εικόνα είναι ασπρόμαυρη αλλά -παρόλα αυτά- ανακαλύπτοντας την κάτασπρη φιγούρα του δολοφονημένου νεαρού μέσα στη διάφανη γλυκύτητά του, μένω παγωμένη με το φλιτζάνι στο χέρι και κοιτάω σαν ηλίθια. Το πρόσωπο του κοριτσιού δεν είναι καν μακιγιαρισμένο. Μια σταγόνα αίματος φωτίζει τα χείλη του σαν πρωινή δροσοσταλίδα. Κάτω από τα βγαλμένα του φρύδια τα πασπαλισμένα με χρυσόσκονη, τα μάτια είναι διάπλατα ανοιχτά στην εικόνα του θανάτου του. Ανάμεσά τους ένα τρίτο μάτι μοιάζει με αλλόκοτο ρουμπίνι.
Αφήνω το φλιτζάνι στην άκρη του τραπεζιού. Πηγαίνω στο παράθυρο. Κοιτάζω έξω. Αυτό το καλοκαίρι τα παιδιά της γειτονιάς έχουν ανακαλύψει ξανά το σκοινάκι και τα επιτραπέζια. Τα βίντεο-γκέιμ και το ίντερνετ είναι πια ξεπερασμένα. Μόνο κάτι γριές κότες σαν κι εμένα επιμένουν να ασχολούνται μ’αυτά.
Τα αυτοκίνητα έχουν πια εξαφανιστεί ή σχεδόν. Είμαι σίγουρη ότι σε λίγο καιρό θα εξαφανιστούν και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές από τα έπιπλα και τις οικιακές συσκευές. Αντίο στα ντους που ξεκινούν αυτόματα μόλις κάποιος μπει στη ντουζιέρα. Αντίο στα ψυγεία που μας ειδοποιούν ότι το γιαούρτι λήγει σε τρεις μέρες. Οι ντουλάπες μας δεν θα μπορούν πια να μας θυμίσουν ότι ξαναφορέσαμε αυτό τζιν πριν δέκα μέρες. Και το καλύτερο απ’όλα: ο καθρέφτης του μπάνιου δεν θα μπορεί πια να υπολογίσει πόσο έχουμε παχύνει.
Η καφετιέρα διακόπτει την οπισθοδρομική μου ονειροπόληση. Ο καφές δεν είναι πια ζεστός. Η φριχτή μεταλλική φωνή με ρωτάει αν θέλω να τον ξαναζεστάνει. Μέσα απ΄ τα δόντια μου μουρμουρίζω ένα όχι. Η μηχανή σβήνει. Περίεργη εποχή που δεν μιλάμε πια παρα μόνο στις μηχανές.
Κάθομαι έτσι ώρα με το βλέμμα στο κενό. Όταν κλείνω τα μάτια το βαποράκι με κοιτάει με τα μάτια διάπλατα. Διάφανο σαν νύμφη. Το αίμα στην άκρη των χειλιών του μοιάζει με μπουμπούκι που ανοίγει. Ξαφνικά αισθάνομαι την παγωνιά.
Γιατί τον σκότωσαν;
Γιατί την σκότωσαν;
Ποιον απ’τους δύο ήθελαν να σκοτώσουν, τον άντρα ή τη γυναίκα;
Ενάντια στον εαυτό μου, προσπαθώ να φανταστώ τις τελευταίες στιγμές του. Τα βήματα που ακούγονται στους ερημωμένους δρόμους. Τη βροχή. Τη σκιά που τρέχει χωρίς να την προσέχει κανείς. Το βαποράκι σταματάει για να κοιτάξει. Ο ήχος από τα βήματα σταματάει κι αυτός. Όταν ξεκινάει πάλι, τα βήματα τον ακολουθούν ξανά. Κρύος ιδρώτας κολλάει στις μασχάλες του. Φοβάται.
Δεν γνωρίζω αν ο θάνατός του συνοδεύτηκε από κάποιο φριχτό τελετουργικό ή αν ήταν ακαριαίος. Αλλά η ομορφιά αυτού του προσώπου με ταράζει. Μοιάζει τόσο τρυφερό. Τόσο γαλήνιο. Σαν να μην ένιωσε ποτέ το φόβο. Σαν ο θάνατος να τον έκανε ευτυχισμένο.
‘Αραγε είχε ολοκληρώσει το ταξίδι που θα τον μετέφερε από το σώμα ενός άντρα στο σώμα μίας γυναίκας; Είχε εγχειριστεί; Είχε γίνει μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες; Μια γυναίκα ανώνυμη, ίσως και παντρεμένη...
Ή μήπως ο θάνατος τον βρήκε στη μέση του ταξιδιού; Όταν βρισκόταν όπως εγώ στο μέσο της μετάβασης ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε έναν από τους ενδιάμεσους σταθμούς της τρανσέξουαλ αμαξοστοιχίας. ‘Ενα μέρος όπου βρέχει συνέχεια. Ένα μέρος χωρίς λιακάδες. Και χωρίς έρωτα. Άραγε ο θάνατος τον θέρισε ενώ ήταν ακόμα χρυσαλλίδα; Και σε ποιο στάδιο ανάμεσα στην κάμπια και την πεταλούδα; Οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν ότι υπήρχαν πλάσματα που αναλάμβαναν το πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο. Πλάσματα που μετέφεραν τους νεκρούς με τις βάρκες τους στις όχθες του άλλου κόσμου. Βαποράκια του θανάτου που δεν ανήκουν ούτε στον κόσμο των ζωντανών, ούτε στον κόσμο των νεκρών.
Έτσι κι εγώ δεν ανήκω ούτε στον κόσμο των αντρών, ούτε στον κόσμο των γυναικών. Είμαι σαν κι αυτούς. Ένα βαποράκι που σαλπάρει σε ένα πέλαγος φουρτουνιασμένο που κάνει τον κόσμο να τρομάζει. Η ζωή μου μοιάζει με έναν τεράστιο ιστό αράχνης όπου κανένας δεν θέλει να πιαστεί.
Χαμένη στις σκέψεις μου, η καρδιά μου σφίγγεται και αισθάνομαι ναυτία. Χάρη στο θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας το στερεοφωνικό αντιδρά. Οι αισθητήρες φερομόνης κάνουν τη δουλειά τους και επιλέγουν ένα CD με χαρούμενους ρυθμούς κατάλληλο για να μου φτιάξει τη διάθεση. Με μια κίνηση τα μανικιουρισμένα δάχτυλά μου πατούν το Off. Η φωνή του τραγουδιστή διακόπτεται απότομα σαν ένα κραγιόν που ξέφυγε και σ’εχει πασαλείψει. Είναι ανώφελο. Η μελωδία κολλάει στο μυαλό μου και δεν με αφήνει ολόκληρο το βράδυ.
**********************************************
Και εκεί ακριβώς αγάπες μου, εκεί είναι που τον βλέπω. Μέσα στο μυαλό μου. Μελαχρινό, αδύνατο, κουλουριασμένο στο πάτωμα. Το αγόρι που πρέπει να ψάξω να βρω τούτη τη βραδιά.
Αρπάζω το μαύρο μανδύα που ρίχνω επάνω μου κάθε φορά που βγαίνω. Ανοίγω την πόρτα. Μόλις βγαίνω στο δρόμο κρύβομαι για ακόμα μια φορά μέσα στην τεράστια κουκούλα μου.
Διασχίζω χωρίς θόρυβο τα άδεια σοκάκια. Σκοτεινά μάτια ζώων με κατασκοπεύουν μέσα από τους τοίχους. Εκεί που πηγαίνω, η ζωή φτερουγίζει μακριά. Εκεί που πηγαίνω, η ζωή έχει πάψει να χαμογελά.
Πλησιάζω το μέρος όπου η ανθρώπινη ψυχή σπάει σε κομματάκια. Ό,τι έχει απομείνει από τα ρέιβ πάρτι της παλιάς εποχής. Μια παρατημένη αλάνα που δονείται από τα ντεσιμπέλ. Αγόρια και κορίτσια όλων των ειδών. Ξυρισμένα και αξύριστα. Μια κόλαση από οξύ. Ο γορίλλας που προστατεύει αυτό το άντρο της απόλαυσης γουρλώνει τα βλέφαρά του μόλις με βλέπει. Μια κοπέλα δίπλα μου τρομαγμένη φωνάζει:
«Το βαποράκι!»
«Η λέξη σε τρομάζει, έτσι δεν είναι ξανθούλα;»
Μια βαριά σιωπή σκεπάζει το πλήθος. Σαν τον Μωϋσή στην Ερυθρά Θάλασσα διασχίζω το χώρο. Γαλήνια. Όλος ο κόσμος γνωρίζει τι σημαίνει η παρουσία μου μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους. Δεν γνωρίζουν όμως ακόμα για ποιον έχω έρθει.
Κάθιδρη διασχίζω τον καταραμένο ναό. Μάτια που φωσφορίζουν. Βλέφαρα γυμνά. Σπίθες. Πρόσωπα πυρπολημένα από τα φωτορρυθμικά. Κανείς δεν κοιτάει το διπλανό του. Κανείς δεν μιλάει σε κανένα. Και ο ιδρώτας σαρκοβόρος κυλάει πάνω μας και παραμονεύει.
Με τα μάτια τους με παίρνουν. Με τα μαύρα χέρια τους με χαϊδεύουν. Με πιάνουν και μ’αφήνουν. Γύρω μου άνθρωποι πλησιάζουν, αγγίζονται, γλείφονται και απομακρύνονται. Αρουραίοι γλιστράνε ανάμεσα στα πόδια μου. Ένα κλουβί με έναν άντρα είναι κρεμασμένο απ’το ταβάνι. Πολεμάω να ξεφύγω απ’ το πλήθος. Από τα διπλανά δωμάτια ακούω τα βογκητά τους. Εκεί ο καπνός και το σκοτάδι γίνονται ένα σώμα. Ένα σώμα τρομερό, πολυάνθρωπο. Μυρίζω τον ιδρώτα και το φρέσκο σπέρμα. Η ξαφνική φλόγα ενός αναπτήρα φωτίζει την κραυγή που ξεφεύγει από κάποιο στόμα. Μέσα σε έναν καταρράκτη από οσμές καυτές και κολλώδεις αισθάνομαι μια μυρωδιά παγωμένη και πικρή. Την αναγνωρίζω.
Τον βρήκα!
Κλείνω τα μάτια μου και τον βλέπω. Τόσο μελαχρινός, τόσο αδύνατος, τόσο νέος και ήδη τόσο απελπισμένος. Είναι νεκρός!
Παλεύω να ξεφύγω από τα βλέμματα, από τα χέρια που με αγγίζουν και τα στόματα που μου προσφέρονται. Σφίγγω το μανδύα μου και χώνομαι ακόμα πιο βαθιά μέσα στην κουκούλα μου.
Μέσα από σύννεφα καπνού φτάνω σε κάτι που μοιάζει με εγκαταλελειμένη αποθήκη. Η μουσική εδώ είναι μια κοφτή, απόμακρη ηχώ. Διασταυρώνω τα αγριεμένα βλέμματα αυτών που γυρνάνε απ’τα σκοτάδια. Μπαίνω μέσα τους ελαφριά και φωτεινή, σχεδόν αδιόρατη. Μπαίνω στα δωμάτια της ψυχής όπου τρέμουν όσοι δεν κρυώνουν πια, όσοι δεν αγαπιούνται.
Τεράστιοι ιστοί αράχνης κρέμονται απ’το ταβάνι. Ακούω τους αναστεναγμούς τους και το θόρυβο από τις αλυσίδες. Σε λίγες ώρες ο ήλιος θα ξεπλύνει τα σκοτάδια. Το φως του θα ξεράσει πάνω στο πληγωμένο πρωινό.
Είσαι εκεί. Με περιμένεις. Όπως τόσοι άλλοι πριν από σένα. Είσαι κουλουριασμένος πάνω στα τσιμέντα. Σε πλησιάζω μαλακά. Και σε αναγνωρίζω. Πολύ αδύνατος. Πολύ μελαχρινός. Απορημένος με κοιτάς με τα μεγάλα σκοτεινά μάτια σου.
Κάποιος μου φωνάζει από το βάθος: «Τζάμπα προσπαθείς. Είναι τελειωμένος εδώ και δυο ώρες. Με τόσα που πήρε δεν έχει πια φλέβες»
«Βούλωστο!» του φωνάζω χωρίς καν να κοιτάξω ποιος μου μιλάει.
Γνωρίζω πολύ καλά το μίσος που τρέφουν οι ομοφυλόφιλοι για τον εαυτό τους. Αυτό το μίσος που σαν το σαράκι τους τρώει τα σωθικά μέχρι να τους αποτελειώσει. Αυτό το μίσος που τους κάνει εύκολη λεία για τους εμπόρους ναρκωτικών. Αυτό το μίσος που τους σκοτώνει χωρίς κανείς να σηκώσει το δαχτυλό του.
Μαλακά ακουμπάω τα χέρια μου επάνω σου. Κακόμοιρη μικρή μου αράχνη. Αφήσου πάνω μου. Θα σε φέρω πίσω.
Μαλακά κλείνω τα μάτια σου. Καλώ μέσα μου την ενέργεια της μητέρας Γης. Καλώ μέσα μου τον έρωτα της Θεάς. Τα δάχτυλά μου με καίνε και ακούω γύρω μου να αντηχούν τα γέλια των φαύνων. «Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω! Στο όνομα του φαλλικού Πάνα, στο όνομα της γόνιμης Δήμητρας, σε καλώ να γυρίσεις πίσω!»
Οι νύμφες έχουν κάνει έναν κύκλο γύρω μας. Ακούω τις ψαλμωδίες τους. Η ζεστασιά τους στάζει από τα δάχτυλά μου σταγόνα-σταγόνα μέσα σου. Γιατί είμαι βαποράκι. Απλά ένα Βαποράκι.
Αφήνω να περάσει από μέσα μου όλος ο έρωτας της Θεάς για να σε ξαναφέρει στη ζωή. Αισθάνομαι το σώμα σου να τρέμει. Η ζωή βλασταίνει και πάλι μέσα σου. «Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω!» Ξέρω καλά τον πόνο που πέρασες. Τότε που δεν μπορούσες πια να ξεφύγεις, τότε που βαθιά μέσα σου είχες καταλάβει ότι είσαι.....Ναι, τις γνωρίζω τις λέξεις που δεν θέλεις να φύγουν απ’το στόμα σου. Τις λέξεις που και σήμερα ακόμα κάνουν τις μανάδες να κλαίνε μέσα στις παλάμες τους και τους πατεράδες να αποστρέφουν το βλέμμα τους με απέχθεια. Αυτή την απέχθεια που σκοτώνει.
Δεν πρέπει να χαρίσεις το σώμα σου στο θάνατο. Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω! Η μητέρα Γη δεν θέλει να πεθάνεις. Θέλει να αντικρίζεις τον κόσμο με περηφάνια. Σαν αυτό που σε έφτιαξε. Έναν άντρα που αγαπάει άντρες.
Σε λίγο θα φύγουμε από δω πέρα μαζί. Εσύ ζωντανός στο πλευρό μου. Θα περάσουμε μέσα από τις ίδιες αφόρητες μυρωδιές, τα ίδια κατεστραμμένα πρόσωπα. Γνωρίζω ότι μια μέρα κάποιος απ’αυτούς θα με χρειαστεί όπως με χρειάστηκες εσύ. Όταν δεν θα αντέχει πια τη μοναξιά του, τη ζωή χωρίς έρωτα. Όταν θα έχει φτάσει στο χείλος της απελπισίας. Όταν θα έχει χάσει τη διάθεση για ζωή. Όταν θα έχει φτάσει στις πύλες του θανάτου και οι άγγελοι θα τον διώχνουν μακριά.
Θα το καταλάβω από την ανάσα του και από μια σπίθα μέσα στα μάτια του. Μια σπίθα που θα την κουβαλήσουν σε μένα αόρατα χέρια κι εγώ θα τρέξω να τον βρω. Γιατί είμαι ένα Βαποράκι.
Ένα Βαποράκι του φωτός. Κάποτε ένας μάγος είχε πει: «οι τρανσέξουαλ έχουν μέσα τους τον φαλλό του Πάνα και τη γόνιμη μήτρα της Δήμητρας. Αν ανταποδώσουμε την αγάπη τους μπορούν να σώσουν τον κόσμο.»
Όπως οι σαμάνοι στους ινδιάνους. Αυτοί οι ερυθρόδερμοι που ήταν ντυμένοι γυναίκες και λέγεται ότι ήταν οι καλύτεροι θεραπευτές σ’αυτόν τον κόσμο. Κι αυτούς τους σκότωσαν. Τους έσφαξαν. Τους βασάνισαν. Τους εξολόθρευσαν. Είχαν κι αυτοί μέσα τους το πνεύμα του άντρα και το πνεύμα της γυναίκας.
«Ένας άστεγος ανακάλυψε τα ξημερώματα ένα βαποράκι νεκρό στην καρδιά των Βρυξελλών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το ανδρόγυνο πλάσμα δολοφονήθηκε.»
Δυο γραμμές όλες κι όλες. Ως πότε θα είμαστε οι ξεχασμένοι του ανθρώπινου γένους;
Μάλλον ξεχασμένοι γένους ανυπεράσπιστου.