“Την εποχή των παλιών συμμαθητών τα πράγματα ήταν ξεκαθαρισμένα. Ο π**στης λεγόταν π**στης. Ο κωλομπαράς, κωλομπαράς. Και ο μπινές, μπινές. (Στη Μυτιλήνη τον μπινέ τον λένε ιμπνέ κι αυτό με κάνει να σκέφτομαι μήπως η λέξη είναι τούρκικη). Αυτά τα γκέι, τα μπάι, τα αμφί, τα ομοφυλόφιλος που συνηθίζουμε σήμερα δεν είχαν βγει στην αγορά.”
“Π**στης ή αδελφή ή τοιούτος ή ντιγκιντάγκας (κατά την έκφραση μερικών κυριών) ήταν αυτός που έσκυβε για να …πιάσει το σαπούνι (κουβέντα του αείμνηστου Στούπη που είχε το μεγαλύτερο παπάρι της πλατείας), κι ερχόταν ο άλλος από πίσω και “του τον φόραγε” ή “του τον έχωνε” ή του ξηγιόταν αρμυρό φιστίκι, όπως έλεγε ο Λιάκος, όταν μιλούσε μπροστά σε γυναίκες.”
“Κωλομπαράς ή κολόμπος ή κολόμβος ή (συντετμημένα) όμβος ή μερακλής ήταν εκείνος που δεν γούσταρε τις γυναίκες στο κρεβάτι αλλά τ’ αγοράκια. Και, φυσικά, τα όμορφα, στρουμπουλά και ροδομάγουλα αγοράκια, που, προφανώς, θα είχαν και τρυφερό κωλαράκι.”
“Τέλος, μπινές ήταν ο παντρεμένος που, στη σεξουαλική του ζωή, άλλοτε ήταν ενεργητικός (με τη γυναίκα του ή άλλες γυναίκες) και άλλοτε παθητικός: “τον έπαιρνε”, κατά το κοινώς λεγόμενο, από άντρες, νεαρής ηλικίας, τους οποίους πλήρωνε. Αν δεν είχε λεφτά (φτωχομπινές), ήταν διατεθειμένος να τους κάνει πλάτες για να κοιμηθούν με τη γυναίκα του, κι έτσι, να βγάλει την υποχρέωση.”
“Το μεγάλο πάθος του Πιόλα ήταν ο Ασήμης: ένα ξανθό, πανέμορφο αγόρι, με σαρκώδη χείλη και δέρμα δίχως τρίχες, τρυφερό, σαν κοριτσίστικο. Μόλις έβλεπε ο Πιόλας τον Ασήμη στην πλατεία, τά ‘χανε! Του πέφταν τα λεφτά απ’ τα χέρια, έτρεμε, ξερογλειφότανε! Δεν τον πλησίαζε όμως, γιατί ο Ασήμης ήταν πλουσιόπαιδο, με γονείς που είχαν γνωριμίες και δύναμη. Κι αυτά για τον Πιόλα, ήταν πολύ επικίνδυνα πράγματα.”
“Μανία είχε ο Πιόλας με τη μαυροδάφνη. Τα βράδια, που με στρίμωχνε στο καφενείο, για τον Ασήμη, μου εκμυστηρευόταν: “Θα πάρω το αγόρι μου, θα παραγγείλω τηγανητά συκωτάκια και θ’ αρχίσω να το ποτίζω μαυροδάφνη. Ένα, δυο, τρία ποτήρια. Στο τέταρτο ποτήρι, θα του πιάσω λίγο το μπουτάκι και θα το χαϊδέψω. Πέμπτο ποτήρι, και θ’ ακουμπήσω, με τις άκρες των δαχτύλων μου, το πουλάκι του. Θα του αρέσει. Κι εκεί απάνω (κι ο Πιόλας έκλεινε τα μάτια, σούρωνε τα χείλη, σαν να ρούφαγε ένα γλυκό πιοτό), με το άλλο χέρι θα του πιάσω τη ρώγα του βυζιού και θα τη μαλάξω τρυφερά, Ω, ρε μάνα μου, τι έχει να γίνει!”
“Ο Τιμολέων ερχόταν το πρωί στο Γυμνάσιο και, το απόγευμα, δούλευε στο Γραφείο Κηδειών της γειτονιάς. Μάλιστα, κάποια μέρα, είπε στην αυλή του σχολείου, αγανακτισμένος: “Δεν υπάρχει καθόλου δουλειά – κανένας π**στης δεν πέθανε”, και, την επόμενη, ο Στούπης, ο Τσαγκόγιωργας, ο Πολυκρέτης και ο Τσαούσης πήγαν έξω από το πεθαμενατζίδικο, με μαύρες σημαίες, και φωνάζανε, ρυθμικά, στο “κοράκι”: “Κρα, κρα, δεν πεθαίνουμε!”
“Ο Τιμολέων, λοιπόν, κάποια Δευτέρα, δεν ήρθε στο σχολείο. Βρε, ο Τιμολέων εδώ, ο Τιμολέων εκεί, τίποτα! Πέρασε μια βδομάδα, κι έσκασε σαν βόμβα το μυστικό: ένας Εγγλέζος της πρεσβείας, μεγάλο πρόσωπο, τον είχε γνωρίσει στην πλατεία, του ρίχτηκε, ο Τιμολέων τον “κανόνισε”, ο Εγγλέζος γλυκάθηκε και πήρε μαζί του, στο Λονδίνο, το φίλο μας. Στο σπίτι του! Σαν να τον παντρεύτηκε δηλαδή! Η συνέχεια: είκοσι χρόνια έζησε ο Τιμολέων με τον Εγγλέζο π**στη. Μέσα στα μεγαλεία! Κι όταν γύρισε στην Ελλάδα, ήταν φτιαγμένος: μπόλικο χρήμα, διαμερίσματα και τρία αυτοκίνητα, παρακαλώ. Αυτό θα πει επαγγελματίας κωλομπαράς!”
“ ’Ολα τα κελιά του μοναστηριού για τους επισκέπτες ήταν καπαρωμένα. Σε ένα, μόνο, με δυο κρεβάτια, κοιμόταν ένας θεοφοβούμενος με φαλάκρα, που, κάθε τόσο πετιόταν απ’ τον ύπνο του, γονάτιζε και προσευχόταν. Ο Βασίλης, ο Λιάκος κι εγώ αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι. Γδυθήκαμε, πέσαμε, είπαμε καληνύχτα και κλείσαμε τα μάτια μας.”
“Κάποια ώρα, που ο θεοφοβούμενος σηκώθηκε για να κάνει τις μετάνοιες και τις προσευχές του, ξύπνησα. Και τι να δω: ο Λιάκος είχε κολλήσει πίσω απ’ τον Βασίλη και τον “κανόνιζε”. Κι ο Βασίλης έκανε πως κοιμόταν! Του ξέφευγαν όμως, κάθε τόσο, αναστεναγμοί μεγάλης ικανοποίησης!”
“Τα αγόρια που θα “λοξοδρομούσαν” ξεχώριζαν πολύ νωρίς: ντρέπονταν να δείχνουν τα πουλάκια τους, όταν εμείς, οι άλλοι, τα μετράγαμε πίσω από καμιά μάντρα, μετά από ένα ομαδικό κατούρημα, είχαν λεπτή, κοριτσίστικη φωνή, έκαναν χειρονομίες και κουνήματα, όπως οι γυναίκες, μιλούσαν αδιάφορα ή με κακία για το γυναικείο φύλο και δεν επιδιώκανε να “τα φτιάξουν” με κάποια πιτσιρίκα. Έτσι, όσοι απ’ την παρέα γουστάρανε “παιχνίδια” με αγόρια που “τα θέλανε”, προχωρούσαν εύκολα σ’ αυτά τα “παιχνίδια”, μέσα στην καθημερινή συναναστροφή. Αλλά υπήρχαν και οι κωλομπαράδες που “μυρίζονταν” αμέσως την κατάσταση κι εκμεταλλεύονταν τις ευκαιρίες από την πρώτη στιγμή.”
“Το να ‘σαι και λίγο κωλομπαράς, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν κάτι το φοβερό. Φοβερό, αντίθετα, ήταν το να ‘σαι π**στης. Ο π**στης στη συνείδησή μας, ήταν ένας άνθρωπος-ξεφτίλα, που έπρεπε να πληρώνει τους λογαριασμούς μας, να μας κάνει όλα τα χατίρια και να τρώει και ξύλο, μερικές φορές, από πάνω!”
“Ο π**στης της γειτονιάς ήταν ο “κύριος Νίκος”. Ψηλός, όμορφος, καλοντυμένος και σοβαρός. Σύχναζε στα γήπεδα κι έγραφε και σε μια εφημερίδα. Δεν ψωνιζόταν με παιδιά δικά μας, για να μην του βγει το όνομα. Πήγαινε στο Παγκράτι συνήθως. Και στην περιοχή πίσω απ’ το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Όλοι, όμως, ξέραμε το χούι του. Αλλά δεν τον ενοχλούσαμε. Γιατί ήταν αξιοπρεπής. Κύριος, μπορώ να πω.”
“Π**στάκος ήταν ο Κωνσταντίνος. Μελαχρινός, όμορφος, με μια ωραία αδελφή και δυο αδέλφια μεγαλύτερα από μένα, από μαθητής του Δημοτικού είχε αρχίσει να δείχνει προς τα που θα το πήγαινε. Στα 15, έφυγε απ’ το σπίτι του, άνοιξε μια δουλειά με παιχνίδια και σπιτώθηκε μ’ έναν συνομήλικό του. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του.”
“Θυμάμαι έναν π**στη, που έλεγε πως είναι γιος του πρέσβη της Βραζιλίας στην Αθήνα. Ήταν ψηλός, όμορφος, σκούρος στο χρώμα, μίλαγε σπασμένα ελληνικά κι έταζε στ’ αγόρια που θα πήγαιναν μαζί του “μια βόλτα στο Λυκαβηττό”, εκτός από χρήματα, και μια μεταξωτή γραβάτα.”
“Κι αν έρθει μαζί σου ο Στούπης, που τον έχει ένα μέτρο” τον ρώτησε, κάποιο βράδυ ο Λεωνίδας, “πάλι γραβάτα θα του δώσεις;” “Εξαρτάται από το πόσο μεγάλο τον έχει” είπε ο γιος του πρέσβη. Κοιταχτήκαμε όλοι με νόημα. Κι ο Στούπης που δεν έχανε ευκαιρία να κάνει μόστρα το πελώριο παπάρι του, το έβγαλε έξω και το κρατούσε με τις δυο παλάμες του, λέγοντας στον π**στη: ‘Είδες τι μαραφέτι έχω; Τάξε, για να σου τάξω…”
Από το βιβλίο του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου “Οι Παλιοί Συμμαθητές”, εκδόσεις Καστανιώτη (1996). Οι φωτογραφίες ανδρικού γυμνού εσοδείας (“vintage” στα ελληνικά) είναι από την ιστοσελίδα RandyDandy.
9 σχόλια:
καλησπέρα!
πολύ ενδιαφέρον. και μελαγχολικό, φριχτές εποχές (και ας λένε ότι θέλουν για παλιές καλές εποχές, δε με πείθουν με τίποτα)
:-)
Πραγματικά ωραίο ποστ!!!
Διαφωτιστικότατο! Μάθανε τι σημαίνει το κάθετι μέσα από παραδείγματα και εφαρμογές. Και τι εφαμοργές... :Ρ
ε όχι και φριχτές εποχές... τουλάχιστον υπήρχε αμεσσότητα που έχει χαθεί σήμερα στην φλατ καθημερινότητα του διαδικτύου και του απρόσωπου γκλαμουρ της εποχής μας... Τα πρότυπα της αρρενωπότητας πολύ πιο ισχυρά να καθορίζουν τους ρόλους και πολύ πιο περιορισμένα τα προβλήματα στύσης μεταξύ των ανδρών της εποχής ειμαι σίγουρος!!! Δε λέω έχουμε κάνει δυο βήματα παραπάνω στο επικοινωνιακό μας εξού και το πολύ ωραίο μπλογκ...αλλά ρε παιδιά καντε κατι να μην χρειάζεται να τρέχουμε στα ορεινά χωριά της Ελλάδας για πιο αυθεντικές στιγμές... :P
teleio keimeno kai afieroma...
sigoura paliotera itan diskola ta pragmata...
alla kapou mporei kapoios na diakrinei to afthendiko
to anemelo
tin alitheia tis kathe epoxis..
i xrisi tomi
Λοιπόν αγόρι όμορφο, στην Μυτιλήνη, δεν υπάρχει αρσενική προσφώνηση. Τι εννοώ, δεν λένε ο Παύλος, ο Βαγγέλης, ο Γιώργος αλλά η Παύλους, η Βαγγέλς, η Γιώργους. Ως εκ τούτου το ιμπνές είναι απλά η μπνές, δηλ, ο μπινές!!!
Ενδιαφέρον φαίνεται το βιβλίο, αναφέρεται σε πράγματα που αλλιώς νομίζω κανείς δε θα ήξερε (λόγω των ταμπού της κοινωνίας)
εξαιρετικό!!
Eυχαριστώ όλους τους σχολιαστές. Απλά να ξεκαθαρίσω ότι τα αποσιωπητικά στη λέξη π**στης δεν υπάρχουν στο αυθεντικό κείμενο αλλά αποτελούν δική μου παρέμβαση.
Δημοσίευση σχολίου