.

.
Κάθε Δευτέρα στην Athens Voice (κλικ)

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΔΕΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ

[Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο της εφημερίδας Athens Voice όπου μπορείτε να αφήσετε και τα δικά σας σχόλια.]

koumantareas

Εις μνήμην του μεγάλου συγγραφέα (1931-2014)

Ακούραστος χρονογράφος της μεταπολεμικής Αθήνας, ποιητής της μικροαστικής σύμβασης και των αδιεξόδων που συνθλίβουν τις ζωές των ηρώων του, ο Μένης Κουμανταρέας κατέκτησε μια κορυφαία θέση στην πεζογραφία μας πριν το νήμα της ζωής του κοπεί υπό τραγικές και αδιευκρίνιστες ακόμα συνθήκες το περασμένο Σάββατο. Αντί κάποιου άλλου αφιερώματος, η στήλη θα αφήσει αυτή την εβδομάδα τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει μέσα από τα κείμενά του. Έναν συγγραφέα που ασχολήθηκε όσο λίγοι με τους αποσυνάγωγους της πόλης, όπως ήταν για δεκαετίες οι ομοφυλόφιλοι, αλλά και με το κυνήγι της ομοερωτικής επιθυμίας στους δρόμους και τα (πολλές φορές κακόφημα) σοκάκια της σύγχρονης Αθήνας.

Όλα τα αποσπάσματα αντλήθηκαν από τα μπλογκ "Το Απέναντι Πεζοδρόμιο" και "Γκέι βιβλιογραφία στα ελληνικά" που εδώ και χρόνια λειτουργούν ως ανεκτίμητο αρχείο της ΛΟΑΔ κοινότητας στην Ελλάδα. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες για το κάθε βιβλίο ακολουθώντας τις παραπομπές κάτω από τα κείμενα.

«Υπηρετούσα τότε στη βάση του Βοτανικού», τον ακούω, «μια γεναριάτικη βραδιά είχα βρεθεί σκοπός στην πύλη, πρώτο νούμερο δέκα με δυο το πρωί. Ο αξιωματικός φυλακής είχε πέσει για ύπνο κι οι ναύτες κλεισμένοι στον θάλαμο, έπαιζαν χαρτιά στη ζούλα. Έκανε παγωνιά, είχε πέσει κι ομίχλη. Θα 'ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσα βήματα να πλησιάζουν στη σκοπιά. "Τις ει"; φώναξα. Καμιά απάντηση. Τα βήματα εξακολουθούσαν. Πρότεινα τα' όπλο μου κι ένιωσα τ' άκρα μου να παγώνουν. "Τις ει"; ξανάπα βραχνά. "Φίλος", είπε η φωνή, ασυνήθιστα ζεστή μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Την ίδια στιγμή, ένα χέρι έπιανε τ' όπλο μου και το ακινητοποιούσε. "Μη φοβάσαι", και μου έσφιξε τον καρπό, "είμαι ο σαλπιγκτής του λόχου". Η ομίχλη μας τύλιξε και τους δύο. "Δεν σε ξέρω", του είπα και τα δόντια μου κροτάλιζαν.
"Αν δεν μ' έχεις ακούσει το πρωί στο εγερτήριο", είπε με παράπονο η φωνή, "τότε σίγουρα θα με θυμάσαι στο σιωπητήριο". "Δεν σε ξέρω", επανέλαβα με κάποια προσπάθεια, "το καλό που σου θέλω- " "Άκουσε", μ' έκοψε η φωνή, έξω απ' την πύλη με περιμένει ένα κορίτσι. Θα μ' αφήσεις να βγω;" Η φωνή του είχε μια θέρμη και μια πειθώ. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινα δυο μάτια φωσφορικά, τα χείλη του γυάλιζαν υγρά και κόκκινα. "Όποιος κι αν είσαι", του είπα παλεύοντας με τον εαυτό μου, "καλύτερα να γυρίσεις πίσω, μη βρούμε κι οι δυο κανένα μπελά". Μ' έσφιξε δυνατότερα. Πόνεσα σχεδόν. "Ο μόνος μπελάς που μπορούμε να βρούμε", κι η φωνή βγήκε πολύ βαθιά, "είναι τούτος". Κι αρπάζοντάς με από τη μέση, με φίλησε σύντομα και ζωηρά στο στόμα. Ένιωσα το σφίξιμο να χαλαρώνει. "Στάσου", του φώναξα. Μα η σκιά είχε προλάβει κιόλας να γλιστρήσει. Χάθηκε μες στο σκοτάδι, όπως είχε φανεί. Είχε, άραγε, βγει έξω ή είχε γυρίσει στον θάλαμο με τους άλλους;»

"Πλανόδιος Σαλπιγκτής" (Κέδρος, 1989) Από εδώ

Οπότε, ξαφνικά η φωνή του νεαρού, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του, ακούγεται τραχιά μέσα από το ολοκαίνουργιο λαρύγγι του:
«Τράβα το δρόμο σου, κύριος».
Άκουσε καλά ή του φάνηκε; Παρ' όλο το κρύο ο ποιητής ιδρώνει. Διστάζει, δεν θέλει να κάνει πίσω, να παραιτηθεί. Ίσως είναι η υπερηφάνεια που μιλά σ' αυτό τον άνθρωπο. Ναι, σίγουρα αυτή υπαγορεύει τους απότομους τρόπους. Μένει με το χέρι μετέωρο. Προσπαθεί να ψελλίσει κάτι. Δεν ξέρουμε ποιος είναι πιο απελπισμένος από τους δυο: αυτός που προσφέρει ή εκείνος που αρνείται;
Οπότε. Η τραχιά νεανική φωνή δίνει τη λύση:
«Κράτα τα λεφτά σου, γέρο. Δεν είμαστε για τα δόντια σου εμείς».
Και πάλι αμφιβάλλει αν άκουσε καλά. Καθυστερεί λίγα δευτερόλεπτα ακόμα. Είναι τα μάτια του νέου άντρα που ξερνούν λάβα και τον τραβάνε σαν μαγνήτης ή μήπως αυτή η απόρριψη τον πεισματώνει περισσότερο; Αυτόν! έναν καθωσπρέπει αστό, ένα στέλεχος της κοινωνίας. Κάνει ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. Νιώθει τώρα τα χέρια του νεαρού, χέρια με σιδερένιες λαβές, να τον απωθούν, να τον σπρώχνουν. Έτοιμα αν χρειαστεί να χειροδικήσουν. Λίγο ακόμα και από θύτης θα βρεθεί θύμα. Τρελέ ποιητή!
«Δεν άκουσες; Φύγε, σου λέω πούστη!»
Επιτέλους η μοιραία λέξη, που τον καταδιώκει χρόνια, ειπώθηκε. Αυτός ο νέος είναι μια επιτομή της κοινής γνώμης.
Ο ποιητής οπισθοχωρεί κακήν κακώς. Τρέμει ολόκληρος.

"Το show είναι των Ελλήνων" (Κέδρος, 2008) Από εδώ

Άνοιξη του '35. νωρίς τ' απόγευμα στην παραλία του Αϊ Θανάση, έξω από τα Λεχαινά, οκτώ νέοι άντρες διασκεδάζουν χωρίς γυναίκες. Οι έξη απ' αυτούς χορεύουνε κατά ζεύγη, οι άλλοι δυο κοιτάνε .μαζί τους έχουν ένα γραμμόφωνο που κλείνει και γίνεται βαλίτσα.
Το φως έπεσε κι άλλο. Η άμμος σκούρυνε. Η θάλασσα μαύρισε. Μέσα της σαλεύουν σκιές σαν φωτογραφία που έπεσε και μούλιασε κι έχασε το φως της. Ο Ηλίας κλείνει βιαστικά το γραμμόφωνο και το φορτώνεται στην πλάτη όπως οι λατερνατζήδες. Ακολουθούν μετρημένοι και σοβαροί ο Χαρίλαος με τον Άγγελο, ο Χρήστος με περασμένο το χέρι στους ώμους του Διονύση. Οι άλλοι χασομεράνε. Ο Ανδρέας με τον Γιώργο καλαμπουρίζουνε. « Του χρόνου να ντυθούμε γυναίκες», σκουντάει με τον αγκώνα ο Γιώργος τον Ανδρέα. « Αμ τι», αποκρίνεται εκείνος, «μόνο οι γυναίκες μας θα ντύνονται τις Απόκριες άντρες;»
Ο Χρήστος όλο κάτι θέλει να πει στον Διονύση - είναι ο μόνος συνομήλικος του.

"Η μέρα είναι για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα" (Κέδρος, 1999) Από εδώ

«Δεν είμαι καλλιτέχνης ούτε δημιουργός. Δεν με απασχολούν αυτά. Συμβαίνει όμως να είμαι πατέρας τριών γιων. Έκανα την απρονοησία να σπείρω τρεις ζωές προτού βεβαιωθώ για τη δική μου. Πολλές φορές μού ερχόταν.» Κομπιάζει, δεν μπορεί να συνεχίσει.
«Να τους παρατήσετε σύξυλους και να φύγετε. Αυτό δεν θέλετε να πείτε; Πείτε μου, το επιχειρήσατε ποτές»
«Έφτασα στο πάρα πέντε. Μια φορά έκανα τις βαλίτσες μου για να πάω στο Άγιον Όρος να γίνω μοναχός.»
«Δεν σας ταίριαζε πολύ.»
«Κι άλλη μια φορά σκέφτηκα να πάω σ' ένα ξενοδοχείο, να μείνω εκεί με ψεύτικο όνομα, να μη με ξέρει κανείς. Σκέφτηκα ακόμα…»
«Να αυτοχειριαστείτε.»
«Ναι, αυτό, αλλά δεν είχα το θάρρος. Ξέρετε. Αυτό που μου φαινόταν αδιανόητο, και που μου φαίνεται ακόμα, είναι το γεγονός ότι μπορεί να κοιμόμουν με άτομα συνομήλικα με τους γιους μου, και πιο πολύ με το μικρότερο μου γιο, τον Ιάφεθ.»
«Και του ιδίου φύλου.»
«Εννοείται.»

"Νώε" (Κέδρος, 2003) Από εδώ

Δυο σκιές κρυμμένες πίσω από τα πυκνά φυλλώματα σάλεψαν και μ' έκαναν να σκιρτήσω. Ζωντανές σκιές, που έρχονταν να ταράξουν τον ύπνο των πεθαμένων. Προσπάθησα να ξεφύγω κι ακολούθησα το πρώτο μονοπάτι που βρήκα εμπρός μου. Όμως ήταν αργά. Οι δυο σκιές ήταν εκεί κι έφραζαν το πέρασμά μου. Με κοιτούσαν ακίνητες. Πάνω τους αντί για απειλή υπήρχε μια αμηχανία.
«Ψάχνεις κανέναν;» με ρώτησε ο Δίδυμος. Ήταν ο ένας απ' τους δύο.
Ο άλλος, δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήταν ο Λουίτζι. Παρ' όλο το σκοτάδι ένιωσα πως είχε γίνει κατακόκκινος. Προχώρησα ένα βήμα και προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι. Εγώ τραβήχτηκα.
«Μένης, θα σου εξηγήσω», μου είπε χαμηλόφωνα.
Δεν είχα ανάγκη από καμιά εξήγηση.
«Μη φεύγεις, Μένης», μου είπε ικετευτικά. «Προχώρησε λίγο και περίμενέ με. Θα γυρίσω μαζί σου».
Μα την ίδια στιγμή έριχνε απελπισμένες ματιές προς το μέρος του Δίδυμου.
«Δεν υπάρχει ανάγκη να σε περιμένει», άκουσα τη σκληρή, μεταλλική φωνή του Βέλγου. «Εγώ φεύγω. Εσείς συνεχίστε», και πρόσθεσε ειρωνικά: «Αυτό που εμείς αρχίσαμε».

"Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ" (Κέδρος, 2011) Από εδώ

Η ταινία πλησίαζε στο τέλος της, κάποια βίαιη δράση εκδηλωνόταν στο πανί, όταν ο άγνωστος τόλμησε να μου κάνει την πρόταση. «Τι θα 'λεγες αν συναντιόμασταν αύριο να τα πούμε». Αύριο είχα μαθήματα, του το είπα απερίφραστα. «Τότε απόψε», μου είπε φτερωμένος με νέες ελπίδες. «Απόψε πρέπει να μείνω σπίτι, έχω διάβασμα», του δήλωσα ξανά.σαν να έχασε λίγο το ρόδινο χρώμα του, μα δεν το έβαλε κάτω. «Τότε, διάλεξε εσύ μια μέρα». «Τετάρτη», είπα για να πω κάτι. «Ωραία, Τετάρτη' τι ώρα και πού;». ένιωσα ελαφρά τρομοκρατημένος. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε να δώσω ν' έναν άγνωστο ραντεβού. «Θέλεις έξι ώρα στην πλατεία Αγάμων;», μου είπε, «για να μοιράσουμε την απόσταση». Αισθανόμουν αδέξιος να μοιράσω οτιδήποτε μαζί του, ωστόσο κάτι καινούριο και θαυμαστό, και βέβαια τρομερό στα μάτια μου, αποκαλυπτόταν τότε.

"Σεραφείμ και Χερουβείμ" (Κέδρος, 1981) Από εδώ

(Χτυπάει το κινητό)
Ποιος; - Ναι, εγώ - Στη Χρυσή Ευκαιρία. - Εσύ ποιος είσαι; - Αλέξης, είκοσι χρονώ. - Ναι ξηγιέμαι αντρικά, εσύ; - Εβδομήντα. Και με το ταξί πληρωμένο. - Από πού είμαι; - Αλβανός. Έκλεισε ο πούστης. Άντε γαμήσου, μωρέ. Δεν τραβάνε οι αγγελίες. Παίρνει ο καθένας και ρωτάει ό,τι του κατέβει, πόσους πόντους την έχεις. Ρεζίλι πράγματα. Άι στο διάολο, μωρέ! (.)
(Χτυπάει το κινητό)
Ναι Ποιος; Ναι, εγώ έβαλα την αγγελία. Ψηλός. - Καστανός. Άντρας, ναι. - Πόσα; - Πενήντα; Ξέχνα το. - Αποκλείεται σου λέω. - Άντε. (Κλείνει το τηλέφωνο) Τι να μου κάνουν πενήντα ευρώ. Εδώ λείπουν τετρακόσια. Και τι κάνουμε τώρα! Να πάω οικοδομή; Με τι μούτρα; Τους το 'σκασα μία, τους το' σκασα δύο. Δίκιο έχουν οι πούστηδες.

"Αλτίν" (μονόπρακτο, 2007) Από εδώ

Αναφέρεται στην ομάδα Κουν, Χατζιδάκι, Τσαρούχη λέγοντας ότι «ξεκινώντας από την ομοφυλοφιλία τους χωρίς να την κάνουν σημαία ανέβασαν τον κοινό λαϊκό άνθρωπο, τα ντέρτια του, τα τραγούδια του, τον ψυχισμό του και τον έφεραν από τις λαϊκές γειτονιές στα καλά σπίτια του Κολωνακίου». Αναγνωρίζει μια προσωπική οφειλή σε αυτό, αφού και η μεσαία τάξη στην οποία ανήκε και ο Μένης Κουμανταρέας, άνθρωποι που έμεναν στην Κυψέλη, στην Πατησίων και στην πλατεία Βικτωρίας επικοινώνησαν με ανθρώπους που τους «θέλανε μέχρι τότε μόνο για υπηρετικό προσωπικό».

Απόσπασμα από συνέντευξη στο “Βήμα” το 2010. Από εδώ

«Η ελληνική κοινωνία παραμένει κατ΄ επίφαση ανεκτική» μου σχολίαζε προχθές ο 79χρονος Μένης Κουμανταρέας, που έχει ασχοληθεί σε πολλά βιβλία του με την απωθημένη ομοφυλοφιλία. «Απλώς έχει γίνει της μόδας το να είσαι λίγο γκέι, καθώς η μεταχείριση των ομοφυλόφιλων στα σίριαλ ή στο θέατρο λειτουργεί σαν καραμέλα, που ο θεατής την πιπιλίζει για να διασκεδάσει. Εάν όμως ανακαλύψει ότι ο γιος του είναι ομοφυλόφιλος, τότε του κόβεται το γέλιο. Και καμία "Στρέλλα" δεν μπορεί να προκαλέσει κοινωνικές αναταράξεις, όσο κι αν το τέλος της ταινίας τούς δείχνει όλους- τρανσέξουαλ, γκέι, στρέιτ, παιδιά- να ζουν σαν οικογένεια. Στους δικούς μου "Γάμους..." πάντως, νομίζω ότι το πιο τολμηρό στοιχείο δεν είναι η σχέση ομοφυλοφιλίας και εξουσίας των δύο πρωταγωνιστών, όσο η περιγραφή του κοινωνικού κλίματος γύρω τους».

Απόσπασμα από συνέντευξη στα "Νέα" το 2010. Από εδώ

Απ' όλες, όμως, τις πλατείες - εκτός, βεβαίως, απ' αυτήν που μεγάλωσα - μία ξέρω καλά. Παρ' όλες τις αλλαγές που μεσολάβησαν, κι ας έφυγαν τ' ανθοπωλεία, κι ας κόπηκαν δέντρα και προστέθηκε η υπόγεια στοά, εκείνη μένει αναλλοίωτη. Είναι η Ομόνοια, η πιο κεντρική κι η πιο λαϊκή - ο ομφαλός της χώρας. Αυτή που δεν έχει μόνιμους θαμώνες, δέντρα, μνημεία, ούτε καν αξιοπρεπή μαγαζιά. Εκεί μαζεύονται οι επαρχιώτες που ήρθαν να βρουν την τύχη τους στην Αθήνα. Εκεί και κάποιοι απελπισμένοι πρωτευουσιάνοι, αποζητώντας την ψευδαίσθηση μιας συντροφικότητας - κάτι που δεν χάθηκε ακόμα απ' αυτή την πόλη. Χίμαιρες και άνθρωποι πάνε χέρι με χέρι σε τούτη την πλατεία. Εκεί πηγαίνω κι εγώ.

"Μια περιπατητική ανά-γνωση της πλατείας Ομονοίας (Μ. Μητσάκης - Γ. Ιωάννου - Μ.Κουμανταρέας)" Από εδώ