.

.
Κάθε Δευτέρα στην Athens Voice (κλικ)

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2006

ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ (1906-1976) ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΣ


«Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών και αυτή η ημερομηνία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή σαν κακός οιωνός» έγραφε ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Μοντρόνε, τελευταίος επίγονος μιας γενιάς αριστοκρατών που κινούσε τα νήματα στη Λομβαρδία για 200 χρόνια. Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1906, ο Λουκίνο Βισκόντι μεγάλωσε με τους τρεις αδελφούς και τις τρεις αδελφές του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια νωχελικός δανδής ανάμεσα στο θεωρείο του στη Σκάλα, ένα κάστρο κοντά στην Πλακεντία, διακοπές στο Λιντό της Βενετίας και αδιάφορες περιπλανήσεις στο οικογενειακό παλάτσο στο Μιλάνο, το βαρυφορτωμένο με αμέτρητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Ο πατέρας του Τζουζέπε τον βοήθησε να ανακαλύψει το έργο του Προυστ. Η μητέρα του Κάρλα που γνώριζε τον Βέρντι και ήταν φίλη του Πουτσίνι και του Τοσκανίνι, τον έκανε να αγαπήσει τη μουσική. «Σαν σκηνικό στη ζωή μου υπήρχε πάντα όλη αυτή η κουλτούρα που δεν με άφηνε ποτέ σε ησυχία» έλεγε ο ίδιος. Αλλά μέσα σε αυτή τη χλιδή, ο νεαρός Λουκίνο παρακολουθεί ανημπορος το δράμα που τσακίζει τις ζωές των γονιών του. Η μητέρα του ταπεινωμένη από τους ομοφυλοφιλικούς δεσμούς του συζύγου της, τον αφήνει. Ο Βισκόντι αποκυρήσσει τον πατέρα του και αφιερώνεται ολόψυχα στη μητέρα του για την οποία αργότερα θα πει ότι «έμοιαζε με όραμα μαγικό που το περιτριγύριζαν μέτρα ολόκληρα από τούλι σαν σύννεφα»

Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι μέχρι τα 35 του χρόνια αυτός ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη δική του ομοφυλοφιλία με ένα μίγμα φρίκης και ευτυχίας, περιφέρει άσκοπα την ανία του κομψού και διαβασμένου αριστοκράτη. Η αγάπη του για τους άντρες μετατρέπεται σε απαγορευμένο θέμα ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Μετά τη στρατιωτική του θητεία όπου τρομοκρατεί το τάγμα του, ξεκινάει ένα ιπποφορβείο με άλογα κούρσας. Ακολουθούν τα τρελά χρόνια του Μεσοπολέμου όπου συχνάζει στα πιο φημισμένα σαλόνια του Παρισιού και συνεχίζει ατάραχος τις κομψές περιπλανήσεις του στο ναζιστικοποιημένο Βερολίνο και τη φασίζουσα Ιταλία. Μοιάζει να διατρέχει την εποχή του χωρίς να κατατρέχεται ο ίδιος από αυτήν. Θα είναι ο πρώτος του εραστής, ο γερμανός φωτογράφος και εχθρός του φασισμού Χορστ Π. Χορστ που θα σκαλίσει για πρώτη φορά τη θράκα της πολιτικής του συνείδησης. Χάρη στην Κοκό Σανέλ γνωρίζει τον Ζαν Ρενουάρ και το 1936 σχεδιάζει τα κοστούμια για την ταινία του Εκδρομή στην Εξοχή. Αυτή η εμπειρία θα καθορίσει το πεπρωμένο του. Τότε ανακαλύπτει τον κινηματογράφο, το Λαϊκό Μέτωπο και τον κομμουνισμό. Κάτι που, μετά την επιστροφή του στην Ιταλία κατά τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, θα του στοιχίσει ένα διάστημα στη φυλακή και μπλεξίματα με τη Γκεστάπο.

Σχεδόν κατά τύχη γυρίζει το 1943 την πρώτη του ταινία Ossessione (Διαβολικοί Εραστές), κινηματογραφική μεταφορά του ωμού μυθιστορήματος του αμερικάνου Τζέημς Κέιν Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές. Ταινία που σκόπευε να γυρίσει ο Ρενουάρ αν ο πόλεμος δεν τον εμπόδιζε. Ο Βισκόντι αναλαμβάνει αυτό το ατίθασο σχέδιο και δημιουργεί ένα έργο σκοτεινού ερωτισμού δυνατό και ακανθώδες. Η ταινία εγκαινιάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό στο σινεμα. Εν μέσω του παρακμιακού και παρακμάζοντος φασισμού μετατρέπεται σε αρχάγγελο του λαϊκισμού -κάτι που θα του επιτρέψει να γλιτώσει παρά τρίχα το εκτελεστικό απόσπασμα-, ένα άροτρο που σκαλίζει συνειδήσεις με ταινίες όπως το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ Η Γη που Τρέμει και η Bellissima με την Άννα Μανιάνι.

Στροφή στο έργο του θα είναι το Senso το 1954. Εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, αυτή η ερωτική τραγωδία στην Ιταλία της περιόδου του Ρισορτζιμέντο διασταυρώνει την επίσημη Ιστορία με το ανεκδοτολογικό στοιχείο. Ο νεορεαλισμός σε αυτή την ταινία αντικαθίσταται από αυτό που ο Βισκόντι αποκαλεί «ρομαντικό ρεαλισμό», ένας ορισμός παράδοξος και προβληματικός που θα χαρακτηρίσει στη συνέχεια την πλειοψηφία των έργων του. «Τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας» είναι η εξήγηση που δίνει ο ίδιος. Με αυτή την υπερπαραγωγή (1392 ηθοποιοί, 2100 ιππείς, 8000 κομπάρσοι!) αποκαλύπτεται η προτίμησή του στο επικό στοιχείο και ο έρωτάς του για τη λεπτομέρεια, στοιχεία που θα τρομοκρατούν τους παραγωγούς του για πολύ καιρό!

Μετά την κινηματογραφική αναγνώριση στρέφεται στο θέατρο και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία παραστάσεων όπερας χάρη στη Μαρία Κάλλας που θα ανοίξει ξανά τις πόρτες της Σκάλας σε αυτόν που η κοινωνική του τάξη αποκαλεί ο Κόκκινος Κόμης. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τη βεβαιότητά του ότι μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά συχνά κρύβει τη Ρολς Ρόις που τον μεταφέρει στα γυρίσματα πίσω από τα τεράστια πανό των σκηνικών. Ελάχιστα εγκλιματισμένος στην οικογένεια του ιταλικού σινεμά, φτάνει σε σημείο να δηλώσει ότι «όλοι οι σκηνοθέτες που το όνομά τους τελειώνει σε –ίνι είναι ατάλαντοι». Όταν το πληροφορείται, ο Φελίνι απαντάει: «Ποιος το είπε αυτό; Ο Βισκοντίνι;» Τα λεπτοκαμωμένα χείλη του μπορούν να προφέρουν, ανάλογα με τη μέρα, σοφά αποφθέγματα ή αυταρχικές διαταγές: «Μια σταρ είναι σαν καθαρόαιμο άλογο. Πρέπει να την καλοπιάνεις, να την χαϊδέυεις ή να την μαστιγώνεις». Παρ’όλα αυτά οι μεγάλες σταρ συνωστίζονται για να δουλέψουν μαζί του. Στα πρόσωπα της Αλίντα Βάλι (Senso), της Σιλβάνα Μαγκάνο (Θάνατος στη Βενετία), της Κλαούντια Καρντινάλε (Γατόπαρδος) και της Ρόμι Σνάιντερ (στον Λουδοβίκο, το Λυκόφως των Θεών της προσφέρει το ρόλο της Ελισσάβετ της Αυστρίας τον οποίο έχει ήδη ερμηνεύσει στη Σίσυ) αναζητά παντοτινά την Κάρλα, το πρόσωπο της μητέρας του για την οποία λέει ότι δεν υπάρχει στιγμή στη ζωή του που να μην φωτίζεται από την ανάμνησή της.

Aλέν Ντελόν, Ζαν Σορέλ, Χέλμουτ Μπέργκερ

Στους άντρες, έχει το χάρισμα να ανακαλύπτει ηθοποιούς με ένα ιδιαίτερο φυζίκ που συνδυάζει το έυθραυστο του πρωτάρη με τη ζωώδη ομορφιά -όπως ο Αλέν Ντελον (Ο Ρόκο και τα αδέλφια του), ο Ζαν Σορέλ (Σάντρα) ο Χέλμουτ Μπέργκερ (στους Καταραμένους και τον Λουδοβίκο) και ο Μπγιορν Άντερσεν (ο Τάτζιο στον Θάνατο στη Βενετία)- και να τους μετατρέπει σε πλάσματα μυθικά και μυθοποιημένα. Η ομοφυλοφιλία θα σημαδέψει αρκετά έργα του, σύμβολο γοητείας αλλά και απαγόρευσης. Πόσες από τις πιο σημαδιακές ταινίες του δεν μπορούν να ιδωθούν μέσα από αυτό το πρίσμα: στον Θάνατο στη Βενετία η παρακμή του γήρατος έρχεται αντιμέτωπη με τον πειρασμό της νεότητας, ενώ οι Καταραμένοι συμβολίζουν την κατάρρευση των ναζιστικών ηθών. Και τέλος στον Λουδοβίκο οι ερωτικές προτιμήσεις ενός χαμένου βασιλιά συνοδεύουν την κάθοδό του προς την τρέλα. Αλλά για τους δικούς του έρωτες και τα πάθη του γνωρίζουμε ελάχιστα. Πραγματικός άρχοντας της Αναγέννησης, δέχεται για πολύ καιρό τους καλεσμένους του στην έπαυλή του στη Βία Σαλάρια της Ρώμης ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μανσέτες από δαντέλα και περιστοιχισμένος από βάζα της δυναστείας των Μινγκ και μια στρατιά αυλικών που επαγρυπνεί για την ικανοποίηση και των πιο απίθανων επιθυμιών του. Κανείς όμως δεν μιλάει για τους πανέμορφους νεανίες που τον περιτριγυρίζουν. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα των ταμπλόιντ. Και οι φελινικοί παπαράτσι που περιδιαβαίνουν την Αππία Οδό προτιμούν τα κοκέτικα φρου-φρου και τους ποδόγυρους μιας στάρλετ από τους απαγορευμένους έρωτες ενός σεβάσμιου σκηνοθέτη. Ποιος να μιλήσει λοιπόν για τον Χέλμουτ Μπέργκερ, ξανθό άγγελο και τελευταίο εραστή του δασκάλου; Σε αυτόν θα αναφερθέι με σκληρότητα ο ίδιος ο Βισκόντι προς το τέλος της ζωής του: «Ήταν ασήμαντος. Να όμως που απέκτησε προσωπικότητα», πριν προσθέσει: «Δεν είμαι πονηρός και συχνά με εκμεταλλεύονται». Επίσημα δεν θα μάθουμε τίποτα περισσότερο.

Νοσταλγία για μια ελίτ που χάθηκε

Για τους κοντινούς του ανθρώπους, το μοναδικό πάθος του Βισκόντι ήταν η μουσική που σημαδεύει όλες του τις ταινίες. Ο Βέρντι ξεσηκώνει τα πάθη των ηρώων του Senso, ο Βάγκνερ χύνει τα δηλητηριώδη φίλτρα του στο αίμα των Καταραμένων και στο ταλαιπωρημένο κορμί του Λουδοβίκου, ο Μάλερ ντύνει με τις σιωπές του την αγωνία του Θανάτου στη Βενετία. Καθώς γερνάει (ένα εγκεφαλικό τον αφήνει ημιπαράλυτο το 1970) η νοσταλγία για την καλλιεργημένη ελίτ που χάθηκε φαίνεται να υπερισχύει της συμπάθειας που τρέφει προς τους προλετάριους. Σκηνοθέτης των μεγάλων νεκρικών ρέκβιεμ, ο Βισκόντι μοιάζει με αφοσιωμένο πυροτεχνουργό που αναλύει και καταγράφει τα χημικά συστατικά ενός σύμπαντος πριν το αποκυρήξει και το παραδώσει στις φλόγες.

Ο θάνατος θα τον βρει στις 17 Μαρτίου 1976 στο σπίτι του στη Ρώμη καθώς βάζει τις τελευταίες πινελιές στο μοντάζ του Αθώου. Αυτό το έργο, που οι θαυμαστές του συχνά θεωρούν έλασσον, ίσως να είναι στην πραγματικότητα η καλλιτεχνική του διαθήκη. Η αυτοκτονία του Τζιανκάρλο Τζιανίνι μετά τη δολοφονία του νόθου παιδιού της γυναίκας του δεν συμβολίζει στην πραγματικότητα την αδυναμία της μεγάλης ιταλικής αριστοκρατίας να περάσει την σκυτάλη στην επόμενη γενιά; Η συγκίνηση από το θάνατό του είναι παγκόσμια, αλλά κάθε αφιέρωμα τον παρουσιάζει διαφορετικά. Κρυμμένος πίσω από τις χίλιες διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς του, τόσο πολυμορφικός και τόσο προικισμένος στις αντιφάσεις, πως μπορεί κανείς να τον περιγράψει με ακρίβεια; Ίσως μόνο ένας από τους ήρωές του μπορεί να τον συμβολίσει, ο βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος που ενσάρκωσε ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο οποίος και δεν δίστασε μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ο απαρηγόρητος «χήρος» του. Σαν τον γερμανό ηγεμόνα που χτίζει μια αυτοκρατορία πάνω σε όνειρα, ο Βισκόντι έκανε ταινίες όπως ο Λουδοβίκος έφτιαχνε κάστρα με τους πανύψηλους πυργίσκους τους που προσπαθούν να τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να πετάξει ψηλά αφήνοντας πίσω του τα καταστροφικά γήινα πάθη. Όπως ο Λουδοβίκος, έτσι και ο Βισκόντι ονειρευόταν να ατενίσει την κατοικία των θεών. Για μην γνωρίσει τελικά παρά μόνο το λυκόφως τους.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2006

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ο Ντανιέλ Πουριάς είναι εκπαιδευτικός και καλλιεργεί εδώ και πολλά χρόνια το πάθος του με τη συγγραφή, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πολυάριθμα θεατρικά έργα. Tον περασμένο Μάϊο κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Διηγημάτων ενάντια στην Ομοφοβία που γίνεται κάθε χρόνο στη Γαλλία. Αντί να αντιμετωπίσει το θέμα του κατά μέτωπο, ο συγγραφέας επιλέγει να περιγράψει μια κατάσταση ανυπόφορης, όσο και αποκαλυπτικής, αναμονής.

Επτά το απόγευμα: η μέρα ήταν ζεστή. Μετά από ένα χειμώνα ιδιαίτερα μακρύ, η άνοιξη μοιάζει να θυμάται επιτέλους ότι έφτασε η σειρά της και ότι πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Ο αέρας είναι πιο ελαφρύς, οι άνθρωποι μοιάζουν απελευθερωμένοι από ένα βάρος. Περπατάνε πιο αργά΄ εισπνέουν τον ζεστό αέρα΄ τον αφήνουν να κυλήσει στο αίμα τους, να φτάσει στους μύες τους, να φουσκώσει τις συρρικνωμένες κυψέλες στα πνευμόνια τους. ΄Εχουν το κεφάλι ψηλά σαν τα ηλιοτρόπια που έχουν ανάγκη τον ήλιο και ακολουθούν τη διαδρομή του για να μη χάσουν ούτε αχτίδα. Κανείς δεν έχει όρεξη να γυρίσει σπίτι, όλοι σκέφτονται μόνο πως να παρατείνουν τη βόλτα τους. Είναι επτά το απόγευμα και ούτε εγώ έχω όρεξη να γυρίσω. Κάνω σχέδια αλλά δεν είναι παρά κάστρα στην αμμουδιά. Γυρνάω σπίτι και σε περιμένω. Μόλις σού στειλα ένα SMS στο δρόμο «Πάμε κάπου για ποτό;». Δεν απάντησες... είναι ακόμα πολύ νωρίς. Πρέπει να΄σαι ακόμα σε κάποια σύσκεψη, απ’αυτές τις ατελείωτες όσο και άχρηστες συσκέψεις που σημαδεύουν τις μέρες σου και τις παρατείνουν πέρα από τη δίψα και τα σχέδιά μου.

Γυρνάω στο διαμέρισμα και για μια ακόμα φορά με συνεπαίρνει η αλλαγή του καιρού: είναι ένα τίποτα αλλά είναι εκεί, μια μυρωδιά, μια φωτεινότητα, ένας διαφορετικός ρυθμός, ένα αλλιώτικο χρώμα που ξανθαίνει το παρκέ, ψηλώνει τους τοίχους και μεγαλώνει το δωμάτιο. ΄Ενα αίσθημα νίκης, νίκης ενάντια στο χειμώνα, ενάντια στο χρόνο, ένα αίσθημα αναγέννησης, αθανασίας, μία εντύπωση ευτυχίας... Ναι, αυτό πρέπει νά’ναι τελικά η ευτυχία. Η αχτίδα του ήλιου που εισβάλλει από το παράθυρο και αντανακλάται στην επιφάνεια του τραπεζιού, ένα βλέμμα που χάνεται στην αντανάκλαση όσο περιμένεις τον άντρα που αγαπάς.

Μόνο ένα σύντομο μήνυμα για να σου πω ότι γύρισα σπίτι και ότι, ναι, την είδα τελικά την άνοιξη. ‘Ενα γρήγορο ντους, μουσική, πλένω τα πιάτα του πρωϊνού, συνειδητοποιώ ότι τέλειωσε ο καφές και κατεβαίνω γρήγορα στον μπακάλη. Mια ευκαιρία ακόμα για να βολτάρω, γυρνάω άσκοπα, κοιτάω τον κόσμο στα πεζοδρόμια και τα καφέ και για μια φορά τους βρίσκω όμορφους, αισθάνομαι ότι ανήκουμε όλοι στον ίδιο κόσμο.

Πριν δυο λεπτά άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου, το ίδιο που στέλνω κάθε απόγευμα: «΄Εφυγα από το γραφείο. Εσύ που είσαι; Απόψε σπίτι σου ή σπίτι μου; Ας πούμε σπίτι μου! Τί θες να φας;» Καμιά πρωτοτυπία, ένα μήνυμα όπως όλα, εντελώς μπανάλ και εντελώς ανθρώπινο. Πρέπει να ψωνίσω, να ετοιμάσω το δείπνο, να κόψω τη σαλάτα...έχω χρόνο. Άφησα το μήνυμα χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη. ‘Εκλεισα το τηλέφωνο και ασχολήθηκα με κάτι άλλο.

Γυρίζω σπίτι: κοιτάω τα μηνύματα, διαβάζω λίγο, τακτοποιώ. Πήγε οκτώ παρά τέταρτο. Ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου...τίποτα ακόμα. Δεν είναι ανησυχία, όχι, απλά μια απορία που περνάει απ’το μυαλό, που περνάει με την ταχύτητα του φωτός: πού είσαι; Πηγαίνω στην κουζίνα. Αρχίζω να ετοιμάζω το δείπνο, να πλένω τη σαλάτα, βάζω το κρέας στη φωτιά, προσπαθώ να επινοήσω μια σάλτσα από τα υλικά που έχω διαθέσιμα. Δεν βιάζομαι καθόλου, αφήνω το χρόνο να κυλήσει χωρίς να προσπαθώ να εξοικονομήσω ούτε λεπτό. Ενδιάμεσα σκέπτομαι εμάς, τα σχέδιά μας, αυτό που μου είπες το πρωί, τι θα κάνουμε το σαββατοκύριακο. Ξαφνικά μένω ακίνητος. Δεν είναι τίποτα, δεν το αναγνωρίζω ακόμα. Απλά ένα ψυχρό ρεύμα που κατεβαίνει από το σβέρκο, διατρέχει την σπονδυλική στήλη και εξαφανίζεται όπως ήρθε. Καλά-καλά δεν το προσέχεις. Βγάζω τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα για νά’ ναι όλα έτοιμα μόλις έρθεις. Στο σαλόνι, ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου. Κανένα μήνυμα. Πιάνω ένα βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω και γρήγορα ξεχνιέμαι.

Είναι το φως, ή μάλλον η έλλειψή του, που μου διακόπτει την ανάγνωση. Ο ήλιος έχει πέσει, ακούω τις πόρτες των διπλανών διαμερισμάτων να ανοίγουν και να κλείνουν ξανά. Οι άνθρωποι γυρνάνε από τις δουλειές τους κουβαλώντας σακούλες με ψώνια. Όπως πάντα αυτή την ώρα τα βήματα ακούγονται πιο βαριά στις σκάλες, οι πόρτες κλείνουν με μεγαλύτερο θόρυβο. Ρίχνω μια ματιά στο εκκρεμές: Είναι εννέα παρά δέκα. Σου τηλεφωνώ ακόμα μια φορά και για ακόμα μια φορά, το τηλέφωνο δεν καλεί αλλά με συνδέει με τον τηλεφωνητή σου. Ξαφνικά η φωνή σου μου μοιάζει ψυχρή, σαν τη φωνή ενός ξένου. Σου αφήνω ένα ψυχρό μήνυμα γιατί δεν θέλω να νομίζεις ότι σε ανακρίνω, γιατί δεν θέλω να ακουστώ ανήσυχος. Ρωτάω απλά αν τέλειωσες τη δουλειά. Κλείνω και κοιτάω το κινητό μου. Το καταριέμαι από μέσα μου. Πριν λίγα χρόνια, αυτή η μικροσκοπική συσκευή δεν υπήρχε. Γιατί λοιπόν να ανησυχώ; Παίρνω δυο βαθιές ανάσες. Δεν είναι τίποτα. Θα αργήσεις το βράδυ, θα πάμε άλλη μέρα για ποτό. Η άνοιξη μόλις έχει αρχίσει. Μετά θά’ ρθει το καλοκαίρι και η αρχή του φθινοπώρου, τόσες ωραίες ημέρες. Το κουβάρι του χρόνου ξετυλίγεται αστραπιαία μπροστά μου, όλος αυτός ο χρόνος που μου ανήκει και τον οποίο θα μοιραστώ μαζί σου.

Ξαναπιάνω το βιβλίο μου. Η ιστορία δεν αργεί να με απορροφήσει και πάλι αλλά την ίδια στιγμή μια άλλη ιστορία αρχίζει να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Η μία αρχίζει να μπερδεύεται μέσα στην άλλη. Που βρίσκεσαι; Δίπλα σε μια φράση, σε ένα χαρακτήρα, σε ένα γύρισμα της πλοκής, αυτές οι δύο λέξεις: «Πού βρίσκεσαι;» Κάπου-κάπου σηκώνω το βλέμμα και ακολουθώ τους δείκτες του ρολογιού. Το βλέμμα δυσκολεύεται να ξεκολλήσει όπως το προστάζει η λογική, ο χρόνος δεν πρόκειται να περάσει πιο γρήγορα έτσι. Πρέπει να επιστρέψω στο διάβασμα αλλά όχι, η ανησυχία αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει σάρκα και οστά, να διατρέχει τις γραμμές του κειμένου. Ξαναπιάνω το τηλέφωνο, σχηματίζω το νούμερο. Καμία απάντηση, πάντα ο τηλεφωνητής. Αφήνω ακόμα ένα μήνυμα αυτή τη φορά σε ένα τόνο πιο γλυκό, λιγότερο ψυχρό. Κρύβω την ανησυχία μου. Αλλά είναι δύσκολο να ακούσω τη φωνή σου καθώς σκέφτομαι ότι κάτι μπορεί να σου έχει συμβεί...ένα ατύχημα, κάτι σοβαρό...κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω αλλά που δεν θα μου επιτρέψει ποτέ πια να σε ξαναδώ. Το περίεργο είναι ότι δεν σκέπτομαι την προδοσία, κάποια κρυφή σχέση. Όχι αυτό είναι κάτι συγκεκριμένο, αντιμετωπίσιμο, σχεδόν μέσα στη λογική των πραγμάτων. Δεν βλέπω παρά μόνο το μοιραίο. Και ξαφνικά αυτή η καθημερινότητα, αυτός ο μικρόκοσμος που έχουμε φτιάξει, αρχίζει να κλυδωνίζεται. Τα σχέδια που κάναμε, τα πρωϊνά που παίρνουμε μαζί, οι ρυθμοί που ακολούθησαν οι δυο ζωές μας τους λίγους μήνες που είμαστε μαζί, σε όλα αυτά μπαίνει τώρα ένα ερωτηματικό.

Σηκώνομαι, φτιάχνω το τραπέζι, τακτοποιώ τα πιάτα. Στην κουζίνα γεμίζω την κανάτα με νερό. Το ξεχνάω συχνά, καθώς σπάνια πίνω νερό μαζί με το φαγητό. Εσύ το θυμάσαι πάντα. Κοιτάω το τραπέζι του δείπνου μας και κάτι πιο δυνατό από μένα με κάνει να σου ξανατηλεφωνήσω. Και πάλι η φωνή σου, και πάλι κανένας χτύπος. Προσπαθώ να συγκρατήσω κάθε λέξη από το μήνυμά σου γιατί εκεί βρίσκεται η χροιά της φωνής σου, η άρθρωση, οι εκφράσεις σου, ολόκληρος υπάρχεις εκεί μέσα, σαν αυτό το μήνυμα να ήταν το μόνο πράγμα που με άφησαν να κρατήσω από σένα σε περίπτωση που κάτι σου συνέβαινε. Μιλάω κανονικά, ξαφνικά γίνομαι πολύ ήρεμος, θέλω να σου πω ότι ανησυχώ, ότι δεν καταλαβαίνω γιατί δεν παίρνεις, δεν καταλαβαίνω τί κάνεις. Τουλάχιστον στη σιωπή του τηλεφωνητή σου είμαι ακόμα μαζί σου. Πρέπει όμως να σταματήσω να σου μιλάω και να το κλείσω. Και αυτό κάνω.

Κοιτάω και πάλι το τραπέζι του δείπνου στρωμένο για δυο, για μας τους δυο. Πηγαίνω στην κουζίνα να φέρω το αλάτι όταν τη στιγμή που απλώνω το χέρι μου προς το ντουλάπι, η πραγματικότητα με κλωτσάει στο στομάχι. Είμαι μόνος. Αναπότρεπτα μόνος. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος μου, ο κόσμος μας δεν υπάρχει πραγματικά, ότι την πραγματικότητά του τη δημιουργούμε εμείς. Χωρίς εσένα δεν μένει πια τίποτα. Αν ποτέ σου συμβεί κάτι, ποιον θα ειδοποιήσουν; Τους γονείς σου, τους φίλους σου χωρίς αμφιβολία, αλλά εμένα; Εμένα που η ύπαρξή μου δεν είναι αναγνωρισμένη, χειροπιαστή; Εμένα που κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή μου, κανείς δεν ξέρει ποιος είμαι. Φαντάζομαι τη μητέρα σου που, όπως την περιγράφεις, γνωρίζει τόσο καλά να τηρεί τους τύπους, να ειδοποιεί όλους όσους μπόρεσε να βρει στο μενού του κινητού σου. Φαντάζομαι το τηλεφώνημά της, λίγες μέρες από σήμερα: «Κύριε είστε φίλος του γιου μου και είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι του συνέβη κάτι τρομερό», και στη συνέχεια να με ενημερώνει για τις λεπτομέρειες ή και απλά με ένα γράμμα, και αυτό είναι όλο. Κανένας από τους δικούς σου δεν γνωρίζει ότι δεν είμαι μια απλή γνωριμία, αλλά το αγόρι σου, ο σύντροφός σου, ο καρδιακός σου φίλος, ο εραστής σου. Όχι ένα ακόμα όνομα στη λίστα, αλλά το έτερον ήμισυ του ζευγαριού μας, ο χήρος, αυτός που έμεινε πίσω...

Αφήνω να τρέξει το κρύο νερό, περνάω τα δάχτυλά μου από κάτω, πάιζω με το ρουμπινέ, αφήνω να τρέξει το καφτό νερό λες και ο πόνος μπορεί να με κάνει για δευτερόλεπτα να ξεχάσω την κατάσταση. Κοιτάω γύρω μου, βλέπω μια καλοσυγυρισμένη κουζίνα σε ένα τακτοποιημένο διαμέρισμα σε μια καλή γειτονιά της πόλης. Με λίγα λόγια η μάλλον πετυχημένη ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος ούτε καλύτερου ούτε χειρότερου από τα άλλα. Και όλα αυτά κινδυνεύουν να ανατραπούν. Άραγε θα κλείσει στα μούτρα μου η πόρτα της κανονικής ζωής; Μα δεν είναι παρά μία καθυστέρηση, μία σύσκεψη που κράτησε περισσότερο από το αναμενόμενο, το μποτιλιάρισμα, το κίνητο που ξέχασες να ανοίξεις ή το άφησες στο αθόρυβο. Σε λίγα λεπτά θα ακούσω το κλειδί στην πόρτα, θα είσαι εκεί, θα μου χαμογελάσεις, θα με ρωτήσεις πώς ήταν η μέρα μου...Ίσως σε λίγες ώρες να γελάμε μαζί για τα μηνύματα που σου άφησα...Αν όλα πάνε καλά, ναι, ίσως...Θα μείνει όμως μέσα στα σωθικά μου η βεβαιότητα ότι δεν είμαι πραγματικά μέρος της ζωής σου, ούτε εσύ της δικής μου. Ότι όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι, ότι όλα είναι ένα μυστικό. Ότι η ζωή μας, η κοινωνία, η ανατροφή μας μας έχουν σπρώξει στην άκρη. Σίγουρα γνωρίζουμε κόσμο, δουλεύουμε, οι ζωές μας είναι σχεδόν ίδιες με αυτές όλων των άλλων, αλλά είναι αυτό το σχεδόν που απόψε εξερράγη σαν τρομοκράτης μέσα στη ζωή μου και με έχει αφήσει παγωμένο από τη φρίκη. Παραμένω λοιπόν σαν αυτούς που επέζησαν και καταλήγουν να φοβούνται τα πάντα, που δεν τολμούν πια να ζήσουν τίποτα, από το φόβο ότι θα καταστραφούν όλα ακόμα μια φορά, ότι για μια ακόμα φορά θα τα χάσουν όλα ή σχεδόν όλα.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2006

Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΑΒΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Την ώρα που η Μέση Ανατολή βρίσκεται και πάλι στις φλόγες, ο βρετανός δημοσιογράφος Μπράιαν Γουάιτακερ αναζητά τα ίχνη της ομοφυλοφιλίας στην Αίγυπτο, τη Συρία και τη Σαουδική Αραβία. Σε αυτή τη συνέντευξη ο συγγραφέας του βιβλίου «Αγάπη χωρίς ΄Ονομα: η Ομοφυλοφιλία στη Μέση Ανατολή» μιλάει για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε συλλέγοντας προσωπικές μαρτυρίες από τους πρωταγωνιστές.

Ερ. Για ποιο λόγο αποφασίσατε να γράψετε αυτό το βιβλίο;

Οι περισσότεροι συνάδελφοί μου δημοσιογράφοι που εργάζονται στη Μέση Ανατολή γράφουν βιβλία για τα μεγάλα θέματα της επικαιρότητας: τον πόλεμο στο Ιράκ, τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστινίων κτλ. Ήθελα να ασχοληθώ με κάτι τελείως διαφορετικό. Το 2001 με συγκλόνισε η υπόθεση του Queen Boat στην Αίγυπτο. Μετά από επιδρομή σε ένα στέκι συνάντησης των γκέι, η αιγυπτιακή αστυνομία συνέλαβε δεκάδες άντρες οι οποίοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης μετά από μια δίκη-διαπόμπευση. ΄Ηταν η πρώτη φορά που τα αραβικά μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας. ΄Ενα χρόνο αργότερα, είχα την ευκαιρία να συναντήσω έναν από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης που μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Η μαρτυρία του με ταρακούνησε. Κατάλαβα ότι αυτό το ζήτημα, η αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας στις αραβικές χώρες, άξιζε κάτι περισσότερο από μερικά άρθρα, ότι ήταν απαραίτητο να σπάσει το ταμπού γύρω απ’αυτό το θέμα.

Ερ. «Η Αγάπη χωρίς ΄Ονομα» περιλαμβάνει πολλές προσωπικές μαρτυρίες. Πως καταφέρατε να συλλέξετε στοιχεία για την έρευνά σας;

Δεν μπορεί κάποιος να κατέβει από το αεροπλάνο σε μια αραβική χώρα και να πει «Θέλω να πάρω συνέντευξη από τους γκέι»! Πρέπει να δημιουργήσεις ένα δίκτυο επαφών, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των συνομιλητών σου, να δείχνεις προσαρμοστικότητα κτλ. ΄Ολα αυτά παίρνουν πολύ χρόνο. Σε ορισμένες χώρες όπως τη Συρία και τη Σαουδική Αραβία είναι πολύ δύσκολο. Δεν μπόρεσα να πάρω απευθείας συνεντέυξεις παρά μόνο στην Αίγυπτο και τον Λίβανο. Μεγάλο μέρος της έρευνας έγινε μέσω του Ίντερνετ όπου προσπαθούσα να ανακαλύψω υπόγεια δίκτυα συναντήσεων και να γνωρίσω ανθρώπους μέσα από τα chat-rooms. Για να κατανοήσω καλύτερα την κοινωνική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας ήταν απαραίτητη η συλλογή και η ανάλυση άρθρων, βιβλίων και ταινιών.

Ερ. Δεν είναι πρόβλημα το ότι αυτοί που δέχτηκαν να σας μιλήσουν προέρχονται από τα πιο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, πόσο μάλλον που οι συνεντεύξεις έγιναν στα αγγλικά και όχι στα αραβικά;

«Η Αγάπη χωρίς Όνομα» δεν αποτελεί επιστημονική και στατιστική έρευνα γύρω από τους ομοφυλόφιλους της Μέσης Ανατολής. Και σε καμία περίπτωση δεν είναι ανθρωπολογική μελέτη. Σκοπός μου ήταν να περιγράψω μια κατάσταση χρησιμοποιώντας διάφορες μαρτυρίες. Παρ’όλα αυτά θεωρώ ότι πέτυχα να έρθω σε επαφή με γκέι και λεσβίες από όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Ερ. Ποια πιστεύετε ότι είναι η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα που αντιμετωπίζουν οι γκέι στη Μέση Ανατολή;

Είναι το ταμπού που υπάρχει γύρω από αυτό το θέμα. Στις παραδοσιακές αραβικές οικογένειες, οι έννοιες της τιμής και της ντροπής είναι πολύ σημαντικές. Ένα αγόρι ή ένα κορίτσι που δεν παντρεύεται, ντροπιάζει την οικογένειά του. Η πίεση που τους ασκείται είναι πολύ ισχυρή. Πολλοί προσπαθούν να καθυστερήσουν το γάμο όσο το δυνατό περισσότερο επιμηκύνοντας τον χρόνο των σπουδών τους. Έρχεται όμως η στιγμή που πρέπει να επιλέξουν: είτε θα αποκαλύψουν την ομοφυλοφιλία τους είτε θα ζήσουν μια διπλή ζωή. Μίλησα με αγόρια και κορίτσια που ταπεινώθηκαν, ξυλοκοπήθηκαν ή εκδιώχθηκαν από τις οικογένειές τους και άλλα που τα έστειλαν σε δήθεν ψυχοθεραπευτές επειδή τόλμησαν να μιλήσουν ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία τους.

Ερ. Στο βιβλίο διαβάζουμε τη μαρτυρία μιας αιγύπτιας λεσβίας: «μια λεσβία κόρη δεν προκαλεί τόσο μεγάλη οικογενειακή κρίση όσο ένας γκέι γιος». Τί πιστεύετε γι’αυτό;

Οι αραβικές κοινωνίες είναι φαλλοκρατικές. Οι ελπίδες και η προσοχή των γονέων επικεντρώνονται κυρίως στους γιους. Για τα κορίτσια ο μεγάλος φόβος είναι να μην χάσουν την παρθενιά τους και να μην μείνουν έγκυες πριν τον γάμο. Η αδιαφορία ενός κοριτσιού απέναντι στα αγόρια καθησυχάζει τους γονείς σε μεγάλο βαθμό: τουλάχιστον δεν θα υπάρχει πρόβλημα μοιχείας αργότερα... Όταν όμως ένα κορίτσι αποφασίζει επίσημα να μην παντρευτεί, οι γονείς της αρχίζουν πραγματικά να ανησυχούν...

Ερ. Ποιες στρατηγικές υιοθετούν οι ομοφυλόφιλοι σε αυτές τις κοινωνίες για να αντισταθούν σε αυτές τις διακρίσεις;

Θα τις χαρακτήριζα κυρίως στρατηγικές υπεκφυγής. Η κυριότερη είναι να εγκαταλείψει κανείς το σπίτι του για μια πιο μεγάλη πόλη ή για το εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ρήξη με το οικογενειακό περιβάλλον που δημιουργεί άλλα προβλήματα, ψυχολογικής φύσεως. Περιστασιακά βλέπουμε κάποιες συλλογικές προσπάθειες, τη δημιουργία κάποιων οργανώσεων. Αλλά είναι ολιγάριθμες και δεν κρατάνε για πολύ. Όλοι φοβούνται τις επιπτώσεις, καθώς επίσημα η ομοφυλοφιλία τιμωρείται με ποινές φυλάκισης. Μόνο μία οργάνωση κινητοποιείται δημόσια για την προστασία των δικαιωμάτων των γκέι, η Χελέμ στη Βηρυτό.

Ερ. Σε αυτές τις χώρες το ΄Ιντερνετ δεν παρέχει κάποια διέξοδο;

Σίγουρα. Ο ρόλος του Ίντερνετ είναι πρωταρχικός. Πρώτα από όλα χρησιμεύει σαν μέσο ανταλλαγών και συναντήσεων προστατευμένων από την οικογένεια και τις αρχές. Στις μεγάλες πόλεις επιτρέπει την οργάνωση εκδηλώσεων και την ανταλλαγή πληροφοριών. Επιπλέον παρέχει πρόσβαση και ενημέρωση σχετικά με το τί συμβαίνει αλλού, πληροφορίες για ψυχολογική και νομική υποστήριξη, για τα δικαιώματα των γκέι σε άλλες χώρες του κόσμου κτλ. Με μια φράση, το ΄Ιντερνετ σπάει το αίσθημα της απομόνωσης. Τούτου λεχθέντος, η σχέση των γκέι στις αραβικές χώρες με το Ίντερνετ παραμένει καχύποπτη. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η αστυνομία και οι πληροφοριοδότες της χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να «ψαρέψουν» ομοφυλόφιλους. Στο βιβλίο μου διηγούμαι την ιστορία ένός αιγυπτίου, του Αμγκάντ που ερωτεύτηκε ένα αγόρι μέσω του Ίντερνετ. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας αστυνομικός που του πουλούσε έρωτα. Για πολλές εβδομάδες αντάλασσαν μηνύματα. Μια μέρα ο Αμγκάντ αποφάσισε να κατέβει στο Κάιρο για να συναντήσει τον αγαπημένο του. ‘Οταν έφτασε στον τόπο του ραντεβού, η αστυνομία τον περίμενε για να τον συλλάβει...