«Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών και αυτή η ημερομηνία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή σαν κακός οιωνός» έγραφε ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Μοντρόνε, τελευταίος επίγονος μιας γενιάς αριστοκρατών που κινούσε τα νήματα στη Λομβαρδία για 200 χρόνια. Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1906, ο Λουκίνο Βισκόντι μεγάλωσε με τους τρεις αδελφούς και τις τρεις αδελφές του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια νωχελικός δανδής ανάμεσα στο θεωρείο του στη Σκάλα, ένα κάστρο κοντά στην Πλακεντία, διακοπές στο Λιντό της Βενετίας και αδιάφορες περιπλανήσεις στο οικογενειακό παλάτσο στο Μιλάνο, το βαρυφορτωμένο με αμέτρητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Ο πατέρας του Τζουζέπε τον βοήθησε να ανακαλύψει το έργο του Προυστ. Η μητέρα του Κάρλα που γνώριζε τον Βέρντι και ήταν φίλη του Πουτσίνι και του Τοσκανίνι, τον έκανε να αγαπήσει τη μουσική. «Σαν σκηνικό στη ζωή μου υπήρχε πάντα όλη αυτή η κουλτούρα που δεν με άφηνε ποτέ σε ησυχία» έλεγε ο ίδιος. Αλλά μέσα σε αυτή τη χλιδή, ο νεαρός Λουκίνο παρακολουθεί ανημπορος το δράμα που τσακίζει τις ζωές των γονιών του. Η μητέρα του ταπεινωμένη από τους ομοφυλοφιλικούς δεσμούς του συζύγου της, τον αφήνει. Ο Βισκόντι αποκυρήσσει τον πατέρα του και αφιερώνεται ολόψυχα στη μητέρα του για την οποία αργότερα θα πει ότι «έμοιαζε με όραμα μαγικό που το περιτριγύριζαν μέτρα ολόκληρα από τούλι σαν σύννεφα»
Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι μέχρι τα 35 του χρόνια αυτός ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη δική του ομοφυλοφιλία με ένα μίγμα φρίκης και ευτυχίας, περιφέρει άσκοπα την ανία του κομψού και διαβασμένου αριστοκράτη. Η αγάπη του για τους άντρες μετατρέπεται σε απαγορευμένο θέμα ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Μετά τη στρατιωτική του θητεία όπου τρομοκρατεί το τάγμα του, ξεκινάει ένα ιπποφορβείο με άλογα κούρσας. Ακολουθούν τα τρελά χρόνια του Μεσοπολέμου όπου συχνάζει στα πιο φημισμένα σαλόνια του Παρισιού και συνεχίζει ατάραχος τις κομψές περιπλανήσεις του στο ναζιστικοποιημένο Βερολίνο και τη φασίζουσα Ιταλία. Μοιάζει να διατρέχει την εποχή του χωρίς να κατατρέχεται ο ίδιος από αυτήν. Θα είναι ο πρώτος του εραστής, ο γερμανός φωτογράφος και εχθρός του φασισμού Χορστ Π. Χορστ που θα σκαλίσει για πρώτη φορά τη θράκα της πολιτικής του συνείδησης. Χάρη στην Κοκό Σανέλ γνωρίζει τον Ζαν Ρενουάρ και το 1936 σχεδιάζει τα κοστούμια για την ταινία του Εκδρομή στην Εξοχή. Αυτή η εμπειρία θα καθορίσει το πεπρωμένο του. Τότε ανακαλύπτει τον κινηματογράφο, το Λαϊκό Μέτωπο και τον κομμουνισμό. Κάτι που, μετά την επιστροφή του στην Ιταλία κατά τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, θα του στοιχίσει ένα διάστημα στη φυλακή και μπλεξίματα με τη Γκεστάπο.
Σχεδόν κατά τύχη γυρίζει το 1943 την πρώτη του ταινία Ossessione (Διαβολικοί Εραστές), κινηματογραφική μεταφορά του ωμού μυθιστορήματος του αμερικάνου Τζέημς Κέιν Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές. Ταινία που σκόπευε να γυρίσει ο Ρενουάρ αν ο πόλεμος δεν τον εμπόδιζε. Ο Βισκόντι αναλαμβάνει αυτό το ατίθασο σχέδιο και δημιουργεί ένα έργο σκοτεινού ερωτισμού δυνατό και ακανθώδες. Η ταινία εγκαινιάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό στο σινεμα. Εν μέσω του παρακμιακού και παρακμάζοντος φασισμού μετατρέπεται σε αρχάγγελο του λαϊκισμού -κάτι που θα του επιτρέψει να γλιτώσει παρά τρίχα το εκτελεστικό απόσπασμα-, ένα άροτρο που σκαλίζει συνειδήσεις με ταινίες όπως το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ Η Γη που Τρέμει και η Bellissima με την Άννα Μανιάνι.
Στροφή στο έργο του θα είναι το Senso το 1954. Εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, αυτή η ερωτική τραγωδία στην Ιταλία της περιόδου του Ρισορτζιμέντο διασταυρώνει την επίσημη Ιστορία με το ανεκδοτολογικό στοιχείο. Ο νεορεαλισμός σε αυτή την ταινία αντικαθίσταται από αυτό που ο Βισκόντι αποκαλεί «ρομαντικό ρεαλισμό», ένας ορισμός παράδοξος και προβληματικός που θα χαρακτηρίσει στη συνέχεια την πλειοψηφία των έργων του. «Τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας» είναι η εξήγηση που δίνει ο ίδιος. Με αυτή την υπερπαραγωγή (1392 ηθοποιοί, 2100 ιππείς, 8000 κομπάρσοι!) αποκαλύπτεται η προτίμησή του στο επικό στοιχείο και ο έρωτάς του για τη λεπτομέρεια, στοιχεία που θα τρομοκρατούν τους παραγωγούς του για πολύ καιρό!
Μετά την κινηματογραφική αναγνώριση στρέφεται στο θέατρο και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία παραστάσεων όπερας χάρη στη Μαρία Κάλλας που θα ανοίξει ξανά τις πόρτες της Σκάλας σε αυτόν που η κοινωνική του τάξη αποκαλεί ο Κόκκινος Κόμης. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τη βεβαιότητά του ότι μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά συχνά κρύβει τη Ρολς Ρόις που τον μεταφέρει στα γυρίσματα πίσω από τα τεράστια πανό των σκηνικών. Ελάχιστα εγκλιματισμένος στην οικογένεια του ιταλικού σινεμά, φτάνει σε σημείο να δηλώσει ότι «όλοι οι σκηνοθέτες που το όνομά τους τελειώνει σε –ίνι είναι ατάλαντοι». Όταν το πληροφορείται, ο Φελίνι απαντάει: «Ποιος το είπε αυτό; Ο Βισκοντίνι;» Τα λεπτοκαμωμένα χείλη του μπορούν να προφέρουν, ανάλογα με τη μέρα, σοφά αποφθέγματα ή αυταρχικές διαταγές: «Μια σταρ είναι σαν καθαρόαιμο άλογο. Πρέπει να την καλοπιάνεις, να την χαϊδέυεις ή να την μαστιγώνεις». Παρ’όλα αυτά οι μεγάλες σταρ συνωστίζονται για να δουλέψουν μαζί του. Στα πρόσωπα της Αλίντα Βάλι (Senso), της Σιλβάνα Μαγκάνο (Θάνατος στη Βενετία), της Κλαούντια Καρντινάλε (Γατόπαρδος) και της Ρόμι Σνάιντερ (στον Λουδοβίκο, το Λυκόφως των Θεών της προσφέρει το ρόλο της Ελισσάβετ της Αυστρίας τον οποίο έχει ήδη ερμηνεύσει στη Σίσυ) αναζητά παντοτινά την Κάρλα, το πρόσωπο της μητέρας του για την οποία λέει ότι δεν υπάρχει στιγμή στη ζωή του που να μην φωτίζεται από την ανάμνησή της.
Aλέν Ντελόν, Ζαν Σορέλ, Χέλμουτ Μπέργκερ
Στους άντρες, έχει το χάρισμα να ανακαλύπτει ηθοποιούς με ένα ιδιαίτερο φυζίκ που συνδυάζει το έυθραυστο του πρωτάρη με τη ζωώδη ομορφιά -όπως ο Αλέν Ντελον (Ο Ρόκο και τα αδέλφια του), ο Ζαν Σορέλ (Σάντρα) ο Χέλμουτ Μπέργκερ (στους Καταραμένους και τον Λουδοβίκο) και ο Μπγιορν Άντερσεν (ο Τάτζιο στον Θάνατο στη Βενετία)- και να τους μετατρέπει σε πλάσματα μυθικά και μυθοποιημένα. Η ομοφυλοφιλία θα σημαδέψει αρκετά έργα του, σύμβολο γοητείας αλλά και απαγόρευσης. Πόσες από τις πιο σημαδιακές ταινίες του δεν μπορούν να ιδωθούν μέσα από αυτό το πρίσμα: στον Θάνατο στη Βενετία η παρακμή του γήρατος έρχεται αντιμέτωπη με τον πειρασμό της νεότητας, ενώ οι Καταραμένοι συμβολίζουν την κατάρρευση των ναζιστικών ηθών. Και τέλος στον Λουδοβίκο οι ερωτικές προτιμήσεις ενός χαμένου βασιλιά συνοδεύουν την κάθοδό του προς την τρέλα. Αλλά για τους δικούς του έρωτες και τα πάθη του γνωρίζουμε ελάχιστα. Πραγματικός άρχοντας της Αναγέννησης, δέχεται για πολύ καιρό τους καλεσμένους του στην έπαυλή του στη Βία Σαλάρια της Ρώμης ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μανσέτες από δαντέλα και περιστοιχισμένος από βάζα της δυναστείας των Μινγκ και μια στρατιά αυλικών που επαγρυπνεί για την ικανοποίηση και των πιο απίθανων επιθυμιών του. Κανείς όμως δεν μιλάει για τους πανέμορφους νεανίες που τον περιτριγυρίζουν. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα των ταμπλόιντ. Και οι φελινικοί παπαράτσι που περιδιαβαίνουν την Αππία Οδό προτιμούν τα κοκέτικα φρου-φρου και τους ποδόγυρους μιας στάρλετ από τους απαγορευμένους έρωτες ενός σεβάσμιου σκηνοθέτη. Ποιος να μιλήσει λοιπόν για τον Χέλμουτ Μπέργκερ, ξανθό άγγελο και τελευταίο εραστή του δασκάλου; Σε αυτόν θα αναφερθέι με σκληρότητα ο ίδιος ο Βισκόντι προς το τέλος της ζωής του: «Ήταν ασήμαντος. Να όμως που απέκτησε προσωπικότητα», πριν προσθέσει: «Δεν είμαι πονηρός και συχνά με εκμεταλλεύονται». Επίσημα δεν θα μάθουμε τίποτα περισσότερο.
Νοσταλγία για μια ελίτ που χάθηκε
Για τους κοντινούς του ανθρώπους, το μοναδικό πάθος του Βισκόντι ήταν η μουσική που σημαδεύει όλες του τις ταινίες. Ο Βέρντι ξεσηκώνει τα πάθη των ηρώων του Senso, ο Βάγκνερ χύνει τα δηλητηριώδη φίλτρα του στο αίμα των Καταραμένων και στο ταλαιπωρημένο κορμί του Λουδοβίκου, ο Μάλερ ντύνει με τις σιωπές του την αγωνία του Θανάτου στη Βενετία. Καθώς γερνάει (ένα εγκεφαλικό τον αφήνει ημιπαράλυτο το 1970) η νοσταλγία για την καλλιεργημένη ελίτ που χάθηκε φαίνεται να υπερισχύει της συμπάθειας που τρέφει προς τους προλετάριους. Σκηνοθέτης των μεγάλων νεκρικών ρέκβιεμ, ο Βισκόντι μοιάζει με αφοσιωμένο πυροτεχνουργό που αναλύει και καταγράφει τα χημικά συστατικά ενός σύμπαντος πριν το αποκυρήξει και το παραδώσει στις φλόγες.
Ο θάνατος θα τον βρει στις 17 Μαρτίου 1976 στο σπίτι του στη Ρώμη καθώς βάζει τις τελευταίες πινελιές στο μοντάζ του Αθώου. Αυτό το έργο, που οι θαυμαστές του συχνά θεωρούν έλασσον, ίσως να είναι στην πραγματικότητα η καλλιτεχνική του διαθήκη. Η αυτοκτονία του Τζιανκάρλο Τζιανίνι μετά τη δολοφονία του νόθου παιδιού της γυναίκας του δεν συμβολίζει στην πραγματικότητα την αδυναμία της μεγάλης ιταλικής αριστοκρατίας να περάσει την σκυτάλη στην επόμενη γενιά; Η συγκίνηση από το θάνατό του είναι παγκόσμια, αλλά κάθε αφιέρωμα τον παρουσιάζει διαφορετικά. Κρυμμένος πίσω από τις χίλιες διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς του, τόσο πολυμορφικός και τόσο προικισμένος στις αντιφάσεις, πως μπορεί κανείς να τον περιγράψει με ακρίβεια; Ίσως μόνο ένας από τους ήρωές του μπορεί να τον συμβολίσει, ο βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος που ενσάρκωσε ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο οποίος και δεν δίστασε μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ο απαρηγόρητος «χήρος» του. Σαν τον γερμανό ηγεμόνα που χτίζει μια αυτοκρατορία πάνω σε όνειρα, ο Βισκόντι έκανε ταινίες όπως ο Λουδοβίκος έφτιαχνε κάστρα με τους πανύψηλους πυργίσκους τους που προσπαθούν να τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να πετάξει ψηλά αφήνοντας πίσω του τα καταστροφικά γήινα πάθη. Όπως ο Λουδοβίκος, έτσι και ο Βισκόντι ονειρευόταν να ατενίσει την κατοικία των θεών. Για μην γνωρίσει τελικά παρά μόνο το λυκόφως τους.