.

.
Κάθε Δευτέρα στην Athens Voice (κλικ)

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2006

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ο Ντανιέλ Πουριάς είναι εκπαιδευτικός και καλλιεργεί εδώ και πολλά χρόνια το πάθος του με τη συγγραφή, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πολυάριθμα θεατρικά έργα. Tον περασμένο Μάϊο κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Διηγημάτων ενάντια στην Ομοφοβία που γίνεται κάθε χρόνο στη Γαλλία. Αντί να αντιμετωπίσει το θέμα του κατά μέτωπο, ο συγγραφέας επιλέγει να περιγράψει μια κατάσταση ανυπόφορης, όσο και αποκαλυπτικής, αναμονής.

Επτά το απόγευμα: η μέρα ήταν ζεστή. Μετά από ένα χειμώνα ιδιαίτερα μακρύ, η άνοιξη μοιάζει να θυμάται επιτέλους ότι έφτασε η σειρά της και ότι πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Ο αέρας είναι πιο ελαφρύς, οι άνθρωποι μοιάζουν απελευθερωμένοι από ένα βάρος. Περπατάνε πιο αργά΄ εισπνέουν τον ζεστό αέρα΄ τον αφήνουν να κυλήσει στο αίμα τους, να φτάσει στους μύες τους, να φουσκώσει τις συρρικνωμένες κυψέλες στα πνευμόνια τους. ΄Εχουν το κεφάλι ψηλά σαν τα ηλιοτρόπια που έχουν ανάγκη τον ήλιο και ακολουθούν τη διαδρομή του για να μη χάσουν ούτε αχτίδα. Κανείς δεν έχει όρεξη να γυρίσει σπίτι, όλοι σκέφτονται μόνο πως να παρατείνουν τη βόλτα τους. Είναι επτά το απόγευμα και ούτε εγώ έχω όρεξη να γυρίσω. Κάνω σχέδια αλλά δεν είναι παρά κάστρα στην αμμουδιά. Γυρνάω σπίτι και σε περιμένω. Μόλις σού στειλα ένα SMS στο δρόμο «Πάμε κάπου για ποτό;». Δεν απάντησες... είναι ακόμα πολύ νωρίς. Πρέπει να΄σαι ακόμα σε κάποια σύσκεψη, απ’αυτές τις ατελείωτες όσο και άχρηστες συσκέψεις που σημαδεύουν τις μέρες σου και τις παρατείνουν πέρα από τη δίψα και τα σχέδιά μου.

Γυρνάω στο διαμέρισμα και για μια ακόμα φορά με συνεπαίρνει η αλλαγή του καιρού: είναι ένα τίποτα αλλά είναι εκεί, μια μυρωδιά, μια φωτεινότητα, ένας διαφορετικός ρυθμός, ένα αλλιώτικο χρώμα που ξανθαίνει το παρκέ, ψηλώνει τους τοίχους και μεγαλώνει το δωμάτιο. ΄Ενα αίσθημα νίκης, νίκης ενάντια στο χειμώνα, ενάντια στο χρόνο, ένα αίσθημα αναγέννησης, αθανασίας, μία εντύπωση ευτυχίας... Ναι, αυτό πρέπει νά’ναι τελικά η ευτυχία. Η αχτίδα του ήλιου που εισβάλλει από το παράθυρο και αντανακλάται στην επιφάνεια του τραπεζιού, ένα βλέμμα που χάνεται στην αντανάκλαση όσο περιμένεις τον άντρα που αγαπάς.

Μόνο ένα σύντομο μήνυμα για να σου πω ότι γύρισα σπίτι και ότι, ναι, την είδα τελικά την άνοιξη. ‘Ενα γρήγορο ντους, μουσική, πλένω τα πιάτα του πρωϊνού, συνειδητοποιώ ότι τέλειωσε ο καφές και κατεβαίνω γρήγορα στον μπακάλη. Mια ευκαιρία ακόμα για να βολτάρω, γυρνάω άσκοπα, κοιτάω τον κόσμο στα πεζοδρόμια και τα καφέ και για μια φορά τους βρίσκω όμορφους, αισθάνομαι ότι ανήκουμε όλοι στον ίδιο κόσμο.

Πριν δυο λεπτά άφησα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου, το ίδιο που στέλνω κάθε απόγευμα: «΄Εφυγα από το γραφείο. Εσύ που είσαι; Απόψε σπίτι σου ή σπίτι μου; Ας πούμε σπίτι μου! Τί θες να φας;» Καμιά πρωτοτυπία, ένα μήνυμα όπως όλα, εντελώς μπανάλ και εντελώς ανθρώπινο. Πρέπει να ψωνίσω, να ετοιμάσω το δείπνο, να κόψω τη σαλάτα...έχω χρόνο. Άφησα το μήνυμα χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη. ‘Εκλεισα το τηλέφωνο και ασχολήθηκα με κάτι άλλο.

Γυρίζω σπίτι: κοιτάω τα μηνύματα, διαβάζω λίγο, τακτοποιώ. Πήγε οκτώ παρά τέταρτο. Ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου...τίποτα ακόμα. Δεν είναι ανησυχία, όχι, απλά μια απορία που περνάει απ’το μυαλό, που περνάει με την ταχύτητα του φωτός: πού είσαι; Πηγαίνω στην κουζίνα. Αρχίζω να ετοιμάζω το δείπνο, να πλένω τη σαλάτα, βάζω το κρέας στη φωτιά, προσπαθώ να επινοήσω μια σάλτσα από τα υλικά που έχω διαθέσιμα. Δεν βιάζομαι καθόλου, αφήνω το χρόνο να κυλήσει χωρίς να προσπαθώ να εξοικονομήσω ούτε λεπτό. Ενδιάμεσα σκέπτομαι εμάς, τα σχέδιά μας, αυτό που μου είπες το πρωί, τι θα κάνουμε το σαββατοκύριακο. Ξαφνικά μένω ακίνητος. Δεν είναι τίποτα, δεν το αναγνωρίζω ακόμα. Απλά ένα ψυχρό ρεύμα που κατεβαίνει από το σβέρκο, διατρέχει την σπονδυλική στήλη και εξαφανίζεται όπως ήρθε. Καλά-καλά δεν το προσέχεις. Βγάζω τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα για νά’ ναι όλα έτοιμα μόλις έρθεις. Στο σαλόνι, ρίχνω μια ματιά στο κινητό μου. Κανένα μήνυμα. Πιάνω ένα βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω και γρήγορα ξεχνιέμαι.

Είναι το φως, ή μάλλον η έλλειψή του, που μου διακόπτει την ανάγνωση. Ο ήλιος έχει πέσει, ακούω τις πόρτες των διπλανών διαμερισμάτων να ανοίγουν και να κλείνουν ξανά. Οι άνθρωποι γυρνάνε από τις δουλειές τους κουβαλώντας σακούλες με ψώνια. Όπως πάντα αυτή την ώρα τα βήματα ακούγονται πιο βαριά στις σκάλες, οι πόρτες κλείνουν με μεγαλύτερο θόρυβο. Ρίχνω μια ματιά στο εκκρεμές: Είναι εννέα παρά δέκα. Σου τηλεφωνώ ακόμα μια φορά και για ακόμα μια φορά, το τηλέφωνο δεν καλεί αλλά με συνδέει με τον τηλεφωνητή σου. Ξαφνικά η φωνή σου μου μοιάζει ψυχρή, σαν τη φωνή ενός ξένου. Σου αφήνω ένα ψυχρό μήνυμα γιατί δεν θέλω να νομίζεις ότι σε ανακρίνω, γιατί δεν θέλω να ακουστώ ανήσυχος. Ρωτάω απλά αν τέλειωσες τη δουλειά. Κλείνω και κοιτάω το κινητό μου. Το καταριέμαι από μέσα μου. Πριν λίγα χρόνια, αυτή η μικροσκοπική συσκευή δεν υπήρχε. Γιατί λοιπόν να ανησυχώ; Παίρνω δυο βαθιές ανάσες. Δεν είναι τίποτα. Θα αργήσεις το βράδυ, θα πάμε άλλη μέρα για ποτό. Η άνοιξη μόλις έχει αρχίσει. Μετά θά’ ρθει το καλοκαίρι και η αρχή του φθινοπώρου, τόσες ωραίες ημέρες. Το κουβάρι του χρόνου ξετυλίγεται αστραπιαία μπροστά μου, όλος αυτός ο χρόνος που μου ανήκει και τον οποίο θα μοιραστώ μαζί σου.

Ξαναπιάνω το βιβλίο μου. Η ιστορία δεν αργεί να με απορροφήσει και πάλι αλλά την ίδια στιγμή μια άλλη ιστορία αρχίζει να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Η μία αρχίζει να μπερδεύεται μέσα στην άλλη. Που βρίσκεσαι; Δίπλα σε μια φράση, σε ένα χαρακτήρα, σε ένα γύρισμα της πλοκής, αυτές οι δύο λέξεις: «Πού βρίσκεσαι;» Κάπου-κάπου σηκώνω το βλέμμα και ακολουθώ τους δείκτες του ρολογιού. Το βλέμμα δυσκολεύεται να ξεκολλήσει όπως το προστάζει η λογική, ο χρόνος δεν πρόκειται να περάσει πιο γρήγορα έτσι. Πρέπει να επιστρέψω στο διάβασμα αλλά όχι, η ανησυχία αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει σάρκα και οστά, να διατρέχει τις γραμμές του κειμένου. Ξαναπιάνω το τηλέφωνο, σχηματίζω το νούμερο. Καμία απάντηση, πάντα ο τηλεφωνητής. Αφήνω ακόμα ένα μήνυμα αυτή τη φορά σε ένα τόνο πιο γλυκό, λιγότερο ψυχρό. Κρύβω την ανησυχία μου. Αλλά είναι δύσκολο να ακούσω τη φωνή σου καθώς σκέφτομαι ότι κάτι μπορεί να σου έχει συμβεί...ένα ατύχημα, κάτι σοβαρό...κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω αλλά που δεν θα μου επιτρέψει ποτέ πια να σε ξαναδώ. Το περίεργο είναι ότι δεν σκέπτομαι την προδοσία, κάποια κρυφή σχέση. Όχι αυτό είναι κάτι συγκεκριμένο, αντιμετωπίσιμο, σχεδόν μέσα στη λογική των πραγμάτων. Δεν βλέπω παρά μόνο το μοιραίο. Και ξαφνικά αυτή η καθημερινότητα, αυτός ο μικρόκοσμος που έχουμε φτιάξει, αρχίζει να κλυδωνίζεται. Τα σχέδια που κάναμε, τα πρωϊνά που παίρνουμε μαζί, οι ρυθμοί που ακολούθησαν οι δυο ζωές μας τους λίγους μήνες που είμαστε μαζί, σε όλα αυτά μπαίνει τώρα ένα ερωτηματικό.

Σηκώνομαι, φτιάχνω το τραπέζι, τακτοποιώ τα πιάτα. Στην κουζίνα γεμίζω την κανάτα με νερό. Το ξεχνάω συχνά, καθώς σπάνια πίνω νερό μαζί με το φαγητό. Εσύ το θυμάσαι πάντα. Κοιτάω το τραπέζι του δείπνου μας και κάτι πιο δυνατό από μένα με κάνει να σου ξανατηλεφωνήσω. Και πάλι η φωνή σου, και πάλι κανένας χτύπος. Προσπαθώ να συγκρατήσω κάθε λέξη από το μήνυμά σου γιατί εκεί βρίσκεται η χροιά της φωνής σου, η άρθρωση, οι εκφράσεις σου, ολόκληρος υπάρχεις εκεί μέσα, σαν αυτό το μήνυμα να ήταν το μόνο πράγμα που με άφησαν να κρατήσω από σένα σε περίπτωση που κάτι σου συνέβαινε. Μιλάω κανονικά, ξαφνικά γίνομαι πολύ ήρεμος, θέλω να σου πω ότι ανησυχώ, ότι δεν καταλαβαίνω γιατί δεν παίρνεις, δεν καταλαβαίνω τί κάνεις. Τουλάχιστον στη σιωπή του τηλεφωνητή σου είμαι ακόμα μαζί σου. Πρέπει όμως να σταματήσω να σου μιλάω και να το κλείσω. Και αυτό κάνω.

Κοιτάω και πάλι το τραπέζι του δείπνου στρωμένο για δυο, για μας τους δυο. Πηγαίνω στην κουζίνα να φέρω το αλάτι όταν τη στιγμή που απλώνω το χέρι μου προς το ντουλάπι, η πραγματικότητα με κλωτσάει στο στομάχι. Είμαι μόνος. Αναπότρεπτα μόνος. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ο κόσμος μου, ο κόσμος μας δεν υπάρχει πραγματικά, ότι την πραγματικότητά του τη δημιουργούμε εμείς. Χωρίς εσένα δεν μένει πια τίποτα. Αν ποτέ σου συμβεί κάτι, ποιον θα ειδοποιήσουν; Τους γονείς σου, τους φίλους σου χωρίς αμφιβολία, αλλά εμένα; Εμένα που η ύπαρξή μου δεν είναι αναγνωρισμένη, χειροπιαστή; Εμένα που κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή μου, κανείς δεν ξέρει ποιος είμαι. Φαντάζομαι τη μητέρα σου που, όπως την περιγράφεις, γνωρίζει τόσο καλά να τηρεί τους τύπους, να ειδοποιεί όλους όσους μπόρεσε να βρει στο μενού του κινητού σου. Φαντάζομαι το τηλεφώνημά της, λίγες μέρες από σήμερα: «Κύριε είστε φίλος του γιου μου και είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι του συνέβη κάτι τρομερό», και στη συνέχεια να με ενημερώνει για τις λεπτομέρειες ή και απλά με ένα γράμμα, και αυτό είναι όλο. Κανένας από τους δικούς σου δεν γνωρίζει ότι δεν είμαι μια απλή γνωριμία, αλλά το αγόρι σου, ο σύντροφός σου, ο καρδιακός σου φίλος, ο εραστής σου. Όχι ένα ακόμα όνομα στη λίστα, αλλά το έτερον ήμισυ του ζευγαριού μας, ο χήρος, αυτός που έμεινε πίσω...

Αφήνω να τρέξει το κρύο νερό, περνάω τα δάχτυλά μου από κάτω, πάιζω με το ρουμπινέ, αφήνω να τρέξει το καφτό νερό λες και ο πόνος μπορεί να με κάνει για δευτερόλεπτα να ξεχάσω την κατάσταση. Κοιτάω γύρω μου, βλέπω μια καλοσυγυρισμένη κουζίνα σε ένα τακτοποιημένο διαμέρισμα σε μια καλή γειτονιά της πόλης. Με λίγα λόγια η μάλλον πετυχημένη ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος ούτε καλύτερου ούτε χειρότερου από τα άλλα. Και όλα αυτά κινδυνεύουν να ανατραπούν. Άραγε θα κλείσει στα μούτρα μου η πόρτα της κανονικής ζωής; Μα δεν είναι παρά μία καθυστέρηση, μία σύσκεψη που κράτησε περισσότερο από το αναμενόμενο, το μποτιλιάρισμα, το κίνητο που ξέχασες να ανοίξεις ή το άφησες στο αθόρυβο. Σε λίγα λεπτά θα ακούσω το κλειδί στην πόρτα, θα είσαι εκεί, θα μου χαμογελάσεις, θα με ρωτήσεις πώς ήταν η μέρα μου...Ίσως σε λίγες ώρες να γελάμε μαζί για τα μηνύματα που σου άφησα...Αν όλα πάνε καλά, ναι, ίσως...Θα μείνει όμως μέσα στα σωθικά μου η βεβαιότητα ότι δεν είμαι πραγματικά μέρος της ζωής σου, ούτε εσύ της δικής μου. Ότι όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι, ότι όλα είναι ένα μυστικό. Ότι η ζωή μας, η κοινωνία, η ανατροφή μας μας έχουν σπρώξει στην άκρη. Σίγουρα γνωρίζουμε κόσμο, δουλεύουμε, οι ζωές μας είναι σχεδόν ίδιες με αυτές όλων των άλλων, αλλά είναι αυτό το σχεδόν που απόψε εξερράγη σαν τρομοκράτης μέσα στη ζωή μου και με έχει αφήσει παγωμένο από τη φρίκη. Παραμένω λοιπόν σαν αυτούς που επέζησαν και καταλήγουν να φοβούνται τα πάντα, που δεν τολμούν πια να ζήσουν τίποτα, από το φόβο ότι θα καταστραφούν όλα ακόμα μια φορά, ότι για μια ακόμα φορά θα τα χάσουν όλα ή σχεδόν όλα.

9 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο διήγημα Super,ίσως λίγο περισσότερο δραματικό από ότι θα ήθελα, καθώς ο άξονάς του από τη μέση ουσιαστικά και μετά κινείται στην διάσταση του... βλέπω παρά μόνο το μοιραίο. θέλω να σου πω πως ο λόγος στη μετάφραση, όπως και στα άλλα κείμενα, ρέει πολύ όμορφα και ότι είναι σημαντική η παρουσίαση που κάνεις σ΄ αυτές τις φωνές.

gay super hero είπε...

Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια ως προς τη μετάφραση, χαίρομαι που μπήκες στον κόπο να το διαβάσεις:) Τώρα ως προς το κείμενο, αυτό που βρήκα ενδιαφέρον είναι ο ρυθμός του, ξεκινάει ράθυμα και νωχελικά αλλά γρήγορα επιταχύνει σαν μια χιονοστιβάδα που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Νομίζω ότι αυτή η περιγραφή ενός ψυχολογικού τσουνάμι που ξεκινάει από κάτι μικρό και ασήμαντο και καταλήγει να ισοπεδώνει την τακτοποιημένη καθημερινότητα είναι η πραγματική λογοτεχνική αξία του κειμένου.

ilias είπε...

I am intimidated at the depth of your convictions, the sheer power of your writing, and - obviously - your talent.
Given all this, it is easy to sound superficial or plain stupid in comparison!

gay super hero είπε...

Get out of here!!!!!!!! Ok, ok I will accept all those amazing compliments with modesty and humility (what's your bank account number again?:)

ilias είπε...

Modesty+humility is precisely what I admire. Any chance you might still be single despite your obvious grand intellect?

And, by the way, just forget my bank account number. What good is it to leftists like us?

gay super hero είπε...

Let's look at it this way: we definetely need a fat bank account to further the cause of revolution and justice for all, don't we?

As to your other question, apart from my great humbleness and unfathomable intellect, I am also in possession of stratospheric sex-appeal. It follows that guys tend to be intimidated by this explosive combination and abandon me faster than you can say "gorgeous modest intellectual".

sikia είπε...

Εσύ το μετέφρασες gay super hero-ούλη μου (έχεις και nickname που δε χωράει υποκοριστικούλια)? Είναι μαγευτικό!

gay super hero είπε...

Σε ευχαριστώ γλύκε μου. Ελπίζω να αρέσει και στον Πρόβατο και να το διαβάζετε δυνατά στο κρεβάτι όταν κάνετε kiss and make up.

Y.Γ. Γιουβαρλάκια; Κι εγώ νόμιζα ότι τα πρόβατα είναι χορτοφάγα. Μήπως γι'αυτό τα πήρε;
Y.Γ.2 Το υποκοριστικό του hero είναι χερούλι

Ανώνυμος είπε...

Thavmasio , mou thimizei poly proswpikous pprovlimatismous