Η περίπτωση του εθνικού συνθέτη της Πολωνίας Φρεντερίκ Σοπέν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη του οποίου τα ομοερωτικά συναισθήματα ανέλαβαν να καμουφλάρουν η “επίσημη” ιστοριογραφία και τα σχολικά εγχειρίδια παρουσιάζοντάς τον ως ακραιφνώς ετεροφυλόφιλο. Οι σχέσεις του με διάφορες κυρίες της αριστοκρατίας (με πιο διάσημη τη Γεωργία Σανδή) που υπήρξαν προστάτιδες και θαυμάστριές του, παρουσιάζονται ως παθιασμένοι έρωτες, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος έδειχνε ελάχιστο ερωτικό ενδιαφέρον για το άλλο φύλο (πράγμα που κάποιοι επιμένουν να αποδίδουν απλά στην “κλονισμένη” υγεία του). Αντίθετα, τα αισθήματά του για άλλους άντρες, όπως αποκαλύπτονται μέσα από φλογερές επιστολές του μεγάλου συνθέτη -και χωρίς να ξέρουμε καν αν γνώρισαν ποτέ κάποια ανταπόκριση- αποσιωπούνται συστηματικά, παρά το γεγονός ότι επηρέασαν άμεσα τη ζωή και το έργο του.
Ο Chopin γεννήθηκε το 1810 στην τότε κατεχόμενη από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα Πολωνία. Τη γαλλική κατοχή θα ακολουθήσει η ρώσικη και η μουσική του θα συνδεθεί για πάντα με τις παραδόσεις και τους αγώνες της επαναστατημένης πατρίδας του. Ο πατέρας του είναι καθηγητής των γαλλικών και τα οικογενειακά πορτρέτα δείχνουν έναν εύθραυστο, ντελικάτο νεαρό με αριστοκρατική αύρα. Από πολύ νωρίς δείχνει το ταλέντο του τόσο στο πιάνο όσο και στη σύνθεση: σε ηλικία επτά ετών αντιμετωπίζει χωρίς δυσκολία τα πιο απαιτητικά κλασικά κομμάτια και έχει προσθέσει ήδη σε αυτά ορισμένες παρτιτούρες δικής του έμπνευσης. Ένα νεαρό ταλέντο που γνωρίζει ήδη το θαυμασμό των καθηγητών του στο Ωδείο της Βαρσοβίας.
Στο Λύκειο της Βαρσοβίας συνδέεται στενά με δύο λίγο μεγαλύτερους συμμαθητές του που φημίζονται για το κάλλος τους. Τα ονόματά τους είναι Τίτος Βοζιεκόφσκι και Γιαν Ματουζίνσκι. Στην εφηβική τους αλληλογραφία δεν βρίσκουμε από τη μεριά του Σοπέν καμία ιπποτική εξομολόγηση αισθημάτων σχετικά με κάποια νεαρή δεσποσύνη. Αντίθετα όποτε αναφέρεται στους φίλους του, ο νεαρός Φρεντερίκ δεν κρύβει τα θερμά του συναισθήματα:
“Ψυχή μου, αγαπημένε μου Ζανό, σε φιλώ εγκάρδια στο στόμα. Αγάπησέ με αγαπημένε μου και πρόσφερε τα χείλη σου στο φίλο σου. Δεν αγαπώ παρά μονάχα εσένα, δώσε μου τα χείλη σου.”
Την περίοδο εκείνη θα γνωρίσει την Κονστάνς, μια νεαρή τραγουδίστρια που θα γίνει η μούσα του αλλά για την οποία όμως ποτέ δεν θα γνωρίσει ερωτική επιθυμία (πράγμα που δεν εμποδίζει κάποιους ιστορικούς να την παρουσιάσουν ως τον “πρώτο του μεγάλο έρωτα”). Απόδειξη αυτή η επιστολή που απευθύνει στον Τίτο:
“Ίσως για κακή μου τύχη γνώρισα την Κονστάνς Γκλαντκόβσκα. Μου έδωσε την έμπνευση να γράψω το αντάτζιο για το Κονσέρτο σε φα ελάσσων και αυτό το μικρό Βαλς σε σι ελάσσων που σου στέλνω. Πρόσεξε το κομμάτι που έχω σημειώσει με ένα σταυρό: θα ήθελα να το παίξω μόνο για σένα, Τίτο μου αγαπημένε.”
Μετά από δύο κονσέρτα στη Βαρσοβία που καταλήγουν σε θρίαμβο, ο Σοπέν γίνεται διάσημος. Για να αποφύγει τις κακές γλώσσες, προβάλλει τη σχέση του με μια δεσποινίδα ντε Μοριόλ και γράφει στον Τίτο: “Πρέπει να είμαστε συνετοί και να σεβόμαστε το πέπλο των κρυμμένων συναισθημάτων.” Ο φίλος του αποφασίσει να αναλάβει το μέλλον του, προτείνοντάς του να τον συνοδεύσει σε μια περιοδεία στη Γερμανία και την Αυστρία. Ο συνθέτης διστάζει: “Αν φύγουμε μαζί, αν φιληθούμε σε μια ξένη γη, ίσως να μην μπορέσω πια να κρατήσω το μυστικό μου, ίσως να τολμήσω να σου πω αυτό που σκέφτομαι συνέχεια!” Ο ξανθός γίγαντας με τις πλάτες ξυλοκόπου θα καταφέρει να τον πείσει τελικά και θα φύγουν μαζί για τη Βιέννη, το Μπρεσλάου και τη Δρέσδη.
Ανάμεσά τους θα μπει η Ιστορία: ο επαναστατικός πυρετός του 1830 θα μεταπηδήσει από το Παρίσι στην Πολωνία όπου οι πατριώτες εξεγείρονται εναντίον των ρώσων. Τα γεγονότα θα εμπνεύσουν το συνθέτη να γράψει τη Σπουδή για πιάνο αρ.12, τη λεγόμενη “Επαναστατική”. Στον Τίτο θα γράψει: “Εμπιστεύομαι στο πιάνο αυτά που θά θελα να εμπιστευθώ μόνο σε σένα. Σε αγαπώ.”
Ο Τίτος θα μπορέσει να γυρίσει στην Πολωνία όχι όμως και ο Σοπέν που το πατριωτικό του έργο τον κατατάσσει στην κατηγορία των πολιτικών εξόριστων. Μετά από πολλές δυσκολίες καταφέρνει να βρει καταφύγιο στο Παρίσι. Ξέρει ότι μπορεί να μην ξαναδεί ποτέ την πατρίδα του. Γράφει στον Τίτο: “Να είσαι σίγουρος ότι θα κάνω κάθε θυσία για να μη μάθει η γνώμη του κόσμου, τόσο τυραννική σε μας, τί είναι αυτό που μου προκαλεί τόση δυστυχία. Είναι μάταιο, το ξέρω, πως σε αγαπώ…”
Είναι λοιπόν αδιαμφισβήτητο ότι ο Τίτος είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής του και η πηγή έμπνευσης του έργου του. Δεν πρόκειται να τον ξαναδεί ποτέ. Πίσω στην Πολωνία ο φίλος του θα παντρευτεί και θα δώσει το όνομα του Φρεντερίκ σε ένα από τα δύο παιδιά του… Όσο για τον ίδιο το Σοπέν, τα 18 χρόνια που του απομένουν να ζήσει δεν έχουμε καμία νύξη στην αλληλογραφία σχετικά με κάποια ερωτική σχέση. Ένας βιογράφος που δεν μπορεί να ανεχτεί τα περί ομοφυλοφιλίας του συνθέτη έφτασε στο σημείο να επινοήσει μια σχέση με την πολωνέζα κόμισσα Ποτότσκα με βάση κάποιες επιστολές που τελικά αποδεικνύονται πλαστές…
Στο Παρίσι γνωρίζει γρήγορα μεγάλη επαγγελματική επιτυχία και καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή πολλών κυριών. Η εγκατάστασή του εκεί συνοδεύεται όμως από τα πρώτα συμπτώματα φυματίωσης. Ο διαβόητος ομοφυλόφιλος μαρκήσιος Κουστίν θα τον προσεγγίσει και θα του προσφέρει τη φιλοξενία του για όσο καιρό η υγεία του το απαιτεί. Ο Σοπέν θα δεχτεί, αποκρούοντας όμως τις ερωτικές κρούσεις του μαρκησίου. Σε λίγο θα γνωρίσει τη Γεωργία Σανδή και ο Κουστίν, τρελός από τη ζήλια, θα ξεσπάσει: “Ο κύριος Σοπέν έχει πέσει στα χέρια της κυρίας Σανδή, αυτού του ερωτικού βαμπίρ!”
Η νεαρή προκλητική συγγραφέας δεν είναι γνωστή στους κοσμικούς κύκλους μόνο για το διαζύγιό της από έναν αριστοκράτη αλλά και για το ανδρόγυνο ντύσιμό της και τις σχέσεις της με γυναίκες. Η πρώτη τους συνάντηση χαρακτηρίζεται από αμοιβαία αντιπάθεια, καθώς ο Σοπέν αναρωτιέται κατά πόσο η Γεωργία “είναι γυναίκα” ενώ η ίδια τον αποκαλεί “κοριτσάκι”. Η αρχική αντιπάθεια θα μετατραπεί σε θαυμασμό χωρίς όρια όταν λίγο καιρό αργότερα τον ακούει να παίζει ένα κονσέρτο με τέσσερα χέρια μαζί με το Λιστ. Αν και αρχικά ο Σοπέν θα την αποκρούσει η ίδια δεν σταματά να τον πολιορκεί και υπόσχεται να εγκαταλείψει για χάρη του τα παντελόνια και τα πούρα!
Ο “μεγάλος έρωτας” που φαντάζονται διάφοροι ιστορικοί δεν είναι παρά ο ρομαντικός θαυμασμός της Σανδή για το ταλέντο του και για το Σοπέν η ευκαιρία να ζήσει σε συνθήκες οικογενειακής θαλπωρής μια περίοδο που η υγεία του χειροτερεύει συνεχώς. Η ίδια η Σανδή επιβεβαιώνει την έλλειψη ερωτικού ενδιαφέροντος και αναφέρεται στο συνθέτη στο θηλυκό γένος: “Αχ! η απέχθεια της Σοπέτ για το γυναικείο σώμα! Είχα την εντύπωση ότι πλαγιάζω με ένα πτώμα. Ο άγγελος με το πανέμορφο πρόσωπο δεν μπορεί να περάσει τα όρια ανάμεσα στη φιλία και τη σαρκική επαφή με μια γυναίκα.” Παρόλα αυτά θα του μείνει αφοσιωμένη φροντίζοντας την υγεία του για επτά χρόνια. Ζώντας ως φιλοξενούμενος στην έπαυλή της, ο συνθέτης αναλαμβάνει με τη σειρά του να διδάξει τα δυο παιδιά της μουσική και θέατρο. Η ίδια παραπονιέται μέχρι το τέλος ότι η σχέση τους είναι εντελώς αγνή…
Ο Σοπέν θα εγκαταλείψει την έπαυλη τρία χρόνια πριν το θάνατό του, το 1846. Η υγεία του χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και η επανάσταση του 1848 του στερεί τις διασυνδέσεις του με τη βασιλική αυλή. Ετοιμοθάνατος, λαμβάνει τον Οκτώβριο του 1849 ένα γράμμα από τον Τίτο που θέλει να τον ξαναδεί. Έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι το Βέλγιο, όμως οι γαλλικές αρχές δεν του επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα. Ο Φρεντερίκ προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις του για να τον αφήσουν αλλά μάταια: θα πεθάνει χωρίς να τον ξαναδεί. Στην τελευταία του επιστολή του γράφει: “Αν οι γιατροί δεν μου απαγόρευαν να φύγω από το Παρίσι θα ερχόμουν να σε συναντήσω στο Βέλγιο. Θα ήθελα τόσο να περάσουμε μαζί μερικές στιγμές απόλυτης ευτυχίας. Ποτέ δεν αγαπήθηκα όπως πραγματικά θα ήθελα…”
Αφήνει την τελευταία του πνοή απένταρος λίγες μέρες αργότερα. Στο νεκρικό του κρεβάτι, οι φίλοι του θα αποτυπώσουν για πάντα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σε ένα γύψινο εκμαγείο. Οι ίδιοι θα αναλάβουν και τα έξοδα της κηδείας του στο κοιμητήριο Père Lachaise στο Παρίσι.
Όλα τα κομμάτια είναι υπέροχα αλλά, αν δεν μπορείτε να ακούσετε τα υπόλοιπα, δοκιμάστε τουλάχιστον αυτό εδώ–είναι από τα πιο συγκινητικά…
Aπό το “Λεξικό των διάσημων ομοφυλόφιλων και αμφιφυλόφιλων” του Μισέλ Λαριβιέρ, εκδόσεις Delétraz, Παρίσι 1997
Διαβάστε επίσης:
Λουκίνο Βισκόντι: Πρίγκιπας και καταραμένος
Ο πιο μεγάλος έλληνας: Αλέξανδρος και ομοφυλοφιλία
Τσαϊκόφσκι: Η μέρα που πέθανε η μουσική
Αντρικοί έρωτες στην Τουρκοκρατία
Οι δύο έρωτες του Λεονάρντο ντα Βίντσι