[Αποσπάσματα από τις παρεμβάσεις δύο λογοτεχνών, του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και του Θανάση Τριαρίδη κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον ερωτικό Καβάφη, την περασμένη Τρίτη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ολόκληρη τη συζήτηση και τις παρεμβάσεις του υπόλοιπου πάνελ, μπορείτε να παρακολουθήσετε στο site της Στέγης εδώ]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
«Ένας άνδρας ταξιδεμένος και διανοούμενος στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου παλεύει να κατανοήσει τον ερωτισμό του. Ο όρος ομοφυλοφιλία μόλις που αρχίζει να ακούγεται. Οι θεωρίες του γένους και τους φύλου, οι σπουδές gay and gender studies θα αργήσουν δεκαετίες. Ο ανήσυχος ποιητής ως εφόδια έχει το Συμπόσιο, την Παλατινή Ανθολογία, την ελληνιστική εποχή, μια ανήσυχη μεταβατική περίοδο όπου έθνη, σύνορα, ήθη και νοοτροπίες μετακυλίουν, και ακριβώς αυτή η μεταβατικότητα σε σχέση με το γεγονός ότι ζει κυριολεκτικά στο κέντρο του χάρτη τον επαναπαναπροσδιορίζει ώστε να χαράξει μια προσωπική ανθρωπογεωγραφία.
...Ανάλογα με τις εποχές που γράφει, αλλά και ανάλογα με την ενδιάμεση ποιητική περσόνα, υποδύεται άλλοτε τον γέρο που αναπολεί και άλλοτε έναν ενεργό ερωτικά με τον οποίο προσομοιώνεται για τις σκηνικές του ανάγκες. Ως γέρος αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα, τη χαμένη σωματική ορμή, την αναβλητικότητα, το λίγο του χρόνου. Το γέρασμα, το παρελθόν μια διαρκής θλίψη, οι ψυχές των γερόντων μέσα στα "παλιά των πετσιά". Η απώλεια, η ανάκληση σωμάτων και τυχαίων συναντήσεων ανακουφίζουν, αλλά βυθίζουν τον ποιητή στη θλίψη. Γιατί όλα αυτά που χάθηκαν ή που ζει στο παρόν, έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με την κοινωνία και την ηθική στην οποία είναι εν μέρει ενταγμένος. Από τη μια οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, από την άλλη η διαπόμπευση και ο φόβος που φρόντιζε η μεγάλη ευνοημένη πλειονότητα να αποδίδει στους λιγοστούς παραβάτες , τους "Ιουλιανούς του Έρωτα".
...Αλλά γιατί αλλού την αποκαλεί "άνομη ηδονή"; Γιατί τόση μεταμέλεια σε ορισμένες ποιητικές αποστροφές; Μήπως, όπως στην περίπτωση των χριστιανών και ειδωλολατρών, δημιουργεί αυτό που η λογοτεχνική θεωρία αργότερα αποκαλεί "false narrator" προσδίδοντας στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή τη δυνατότητα να υποκριθεί για να καθησυχάσει χαμαιλεοντικά την αντίπαλη κοινωνική όχθη λέγοντας αλλά και κρίνοντας με τη δική τους φωνή; Συμβαίνει αυτό σε αρκετά ποιήματα με εκείνο το ενοχοποιητικό ύφος ειδικά για "όσους αγαπούνε κάπως υγιεινά μες στο οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες" και "που αναίσχυντα τα αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική". Μάλιστα πολλές φορές η καταγγελτική αυτή του στάση για –δικές του φράσεις– "αίμα, ηδονή, μέθη", "αίμα καινούριο και ζεστό", όργιο", "κραιπάλη", "λαγνεία", "ύποπτη απόλαυση" αντί τάχατες να "αποτρέψουν" από τον σκοτεινό έρωτα, μετακυλίουν σε έναν ερωτισμό πιο φετιχιστικό, πιο οργασμικό.
...Αυτοί είναι οι αγαπώμενοι. Εργάτες, υπάλληλοι, ειδικά σε καταστήματα με ανδρικά είδη, σιδεράδες, νέοι χωρίς μόρφωση, εραστές περαστικοί. Μένουν σε συνοικίες απόκεντρες, γρήγορο της σάρκας γύμνωμα, φευγαλέα αγγίγματα, κρεβάτια ύποπτα, αρπαχτές του έρωτα. Άραγε τα φαντασιώνεται ή τα ζει; Καμία διαφορά, γιατί η επιθυμία βρίσκεται πάντα εκεί, στη μετουσιωμένη πραγματικότητα και γιατί στο όνειρο πραγματώνεται η ονείρωξη αντί στον ευνουχισμένο ξύπνιο.
Και ποιοι είναι οι εραστές του ποιητικού σύμπαντος του Καβάφη; Ηλικιακά βρίσκονται ανάμεσα στα 20 με 25. Ελάχιστοι οι έφηβοι – αυτοί αναφέρονται περισσότερο στις απεικονίσεις. Προφυλάσσει τον εαυτό του από τον τίτλο του "παιδεραστή" ξεπερνώντας σε αυτό την ελληνιστική και αρχαιοελληνική παράδοση που, εγκαταλείποντας την εφηβική αγάπη, ο καθείς από αγαπών και αγαπώμενος επιστρέφει σε μια εκλογικευμένη κοινωνία. Ωστόσο ο Καβάφης δεν θεσμοθετεί το πάθος των αγοριών. Αυτό είναι το μοντέρνο. Χτίζει σχέσεις μεταξύ των νέων εκτός οριοθετημένων πλαισίων, με αντιζηλίες, με αναχωρήσεις, με χωρισμούς, χτίζει τις πρώτες συνειδητές ομόφυλες σχέσεις του 20ού αιώνα εντάσσοντας τον έρωτα σε μια πολυμορφική και πολιτισμική διάσταση.
Και γιατί ωστόσο πεθαίνουν τόσο πολύ οι νέοι στα ιστορικά κυρίως ποιήματα; Η φθορά του πάθους, η μελοδραματική κατάληξη μιας ενοχικής στάσης ή ένας προάγγελος της ερωτικής επιθυμίας ως θανατερής μεταφοράς που στις μέρες μας κορυφώνεται με το Aids; Ένα είδος καταδίκης, μια gothic μετα-βυρωνική μεταστροφή παγώνει αυτή την εικόνα. Αυτή η στρατιά των νεκρών νέων του Καβάφη είναι οι απολογητές και οι ιερομάρτυρες της ομοφυλόφιλης αγάπης. Τα πρώτα θύματα της επιθυμίας, αλλά όχι τα τελευταία. "Ξένος εγώ" λέει στον Μύρη ο αφηγητής. Εκεί όπου εντοπίζεται η διαφορετικότητα, εκεί όπου πεθαίνει το παλιό και ξεπετιέται ο ξένος του 20ού αιώνα, του Καμί, κάτω από την ίδια ηλιόλουστη επικράτεια της Μεσογείου. Ο ξένος που έρχεται από την ποίηση του Καβάφη είναι ξένος γιατί ερωτικά δεν μπορούμε να τον αποδεχτούμε και γιατί μας βάζει να αναρωτηθούμε για τη δική μας ταυτότητα.
Ο Καβάφης είναι στάση ζωής, θάρρους, τόλμης, σκέψης. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεμπόλησης αυτού του ποιητικού και ευγενικού αγώνα που έδωσε μέσω της τέχνης και του ερωτισμού του τον αδικεί. Είναι σχεδόν κωμικοτραγικό στον 21ο αιώνα να τίθενται ακόμα τέτοια ερωτήματα, όταν τα έλυνε ο ποιητής στις αρχές του 20ού. Ο Καβάφης ενοχλεί ακόμη γιατί είναι ερωτικός, για αυτόν τον ερωτισμό που περιγράψαμε. Από τα δεκάδες συνέδρια σε κάθε γωνιά της χώρας μόνο όσα κατονομάζουν το ακατονόμαστο εξόργισαν. Γιατί αναγκάζει αναγνώστες και κριτικούς, ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους να διαλογιστούν πάνω στη σεξουαλικότητά τους. Αυτή η ανεξαρτησία του συγγραφέα δεν του συγχωρήθηκε ποτέ κατά βάθος, αλλά ούτε και η περιχαράκωσή του. Ακόμη και οι γκέι κοινότητες δεν μπορούν να τον προσεταιριστούν έχοντας εμπλακεί σε μια διαδικασία ομογενοποίησης, γκετοποίησης μιας παρωδίας της ίδιας τους της επιθυμίας. Έτσι ο ποιητής πορεύεται ακόμη μόνος, διασχίζοντας τα όρια της ιστορίας, της τέχνης και του έρωτα, αφήνοντας πίσω του στρατιές φανατισμένων, αιρετικών και αντι-ερωτικών».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ
«...Έρχεται λοιπόν κάποια ώρα που ο Σεφέρης συμμαζεύει τα γραπτά του για τον Καβάφη και κοιτάτε τι λέει στα 1937: "Ο ζηλωτής του καβαφισμού θα παρατηρήσει πως κανείς από όλους αυτούς τους στίχους που αναφέρω δεν ζυγώνει στο κυριότερο καθώς λένε καβαφικό συναίσθημα, τον ουρανικό ερωτισμό. Αλήθεια, πρέπει να ομολογήσω πως δεν μου έχει μείνει τίποτα από αυτούς τους αρωματισμένους νέους και από εκείνη την κυκλοθυμική έκφραση της έκνομης ηδονής. Θα έλεγα ότι ο ερωτισμός του Καβάφη ενώ τον έκανε από δρόμους κρυφούς και σκολιούς να αποδώσει το καλύτερο που μπορούσε να αποδώσει, ο ίδιος αυτός ερωτισμός σημάδεψε σε πολλές μεριές την ποίησή του με τα σημάδια της φθοράς."
Δέκα χρόνια αργότερα, το '47 τα λέει λίγο πιο ωμά: "Τέλος εκείνοι που επιμένουν στις ερωτικές ανωμαλίες του Καβάφη, το ίδιο έγινε στην αρχή με τον Μποντλέρ, ήταν το είδωλο των ανωμάλων. Η Μαύρη Αφροδίτη, σαπφισμός, σαδισμός, ανικανότης. Στο τέλος όλα αυτά πήγαν στο βάθος της σακούλας. Ποιος κοιτάζει πια τον Μποντλέρ έτσι; Να ένα θέμα δοκιμίου. Παραλληλισμός απροσμέτρητα δυσανάλογος της κριτικής για τον Κ.Π Καβάφη και της κριτικής για τον Μποντλέρ." Πήγαν στο βάθος της σακούλας! Αν υπάρχει μία ανάγνωση για τον Μποντλέρ τον 20ό αιώνα είναι αυτή που βάζει ο Σεφέρης "στο βάθος της σακούλας".
Τι θέλω να πω; Τον δουλέψαμε τον Καβάφη για να τον φέρουμε στα μέτρα μας. Στη χριστιανοσύνη μας. Και δεν τα καταφέραμε. Δεν τα κατάφερε ο Σεφέρης και ελπίζω πως δεν θα τα καταφέρει και κανείς άλλος. Το 1897 ο Καβάφης απαντάει
"Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών."
Ο Καβάφης λοιπόν είναι ομοφυλόφιλος, δεν λέω κάτι καινούριο. Έγινε αυτό που έγινε επειδή αναγκάστηκε να υπάρξει ως συνέχεια δια της μνήμης, επειδή δεν γινόταν να υπάρξει ως βιολογική συνέχεια. Δεν είχε ενδιάθετο σπέρμα για να γονιμοποιήσει μήτρα, και έπλασε μνήμη για να πολλαπλασιάσει μνήμη. Εν ολίγοις είναι μια αλλόκοτη μούμια, μια αντι-ιδεολογική μούμια που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να θυμάται και να σχηματίζει έναν κόσμο δια της θύμησης.
...Και ο Καβάφης και ο Προυστ είναι μετα-αισθητιστικά έπη. Ο ένας επινοεί τον "χαμένο χρόνο". Ο άλλος μιλάει για ένα "κερδισμένο κανελί πανωφόρι". Ο αισθητισμός ως κίνημα του ύστερου 19ου αιώνα είναι σχολιαστικός. Όταν έρχεται η ώρα ο αισθητισμός να δημιουργήσει αφήγηση, ο αισθητισμός του Ράσκιν, του Όσκαρ Ουάιλντ, και δη αφήγηση καθοριστική, πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του. Ο Ουάιλντ αρνήθηκε να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά έδωσε το σπέρμα στον Καβάφη και τον Προυστ. Και έτσι έχουμε τη λογική των κερδισμένων ημερών. Ο Προυστ και ο Καβάφης χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τον αφηγηματικό τους κανόνα το κυρίαρχο επιχείρημα ενάντια στους ομοφυλόφιλους. Ποιο είναι; Ότι εσείς είστε κάτι παρά τη φύση γιατί δεν μπορείτε να κάνετε παιδιά. Γιατί δεν μπορείτε να δημιουργήσετε βιολογική συνέχεια. Εκεί δεν είναι το αιώνιο, μόνιμο επιχείρημα ενάντια στην ομοφυλοφιλία; Και οι δυο τους φτιάχνουν δύο μετά-έπη τα οποία δημιουργούν τη συνέχεια του τρεμάμενου σώματος που βιολογικά δεν θα συνεχιστεί, μέσα στη μνήμη:"Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ."
Μπορώ να βρω και μια ελληνικότητα στον Καβάφη, εγώ που είμαι εχθρός της ελληνικότητας της γενιάς του '30 που τη θεωρώ περιλαίμιο που σκλαβώνει, που εθίζει στη σκλαβιά. Υπάρχει αυτή η ελληνικότητα την οποία έχω την αίσθηση πως ο Καβάφης κατανοούσε ως σωματικότητα, ως υλική ματαιότητα που θα αποσταχτεί στη μνήμη. Και νομίζω πως στη ρίζα αυτής της θέσης πάλι βρίσκεται η ομοφυλοφιλία. Δηλαδή θεωρώ ότι η ομοφυλοφιλία για τον Καβάφη είναι ότι η τυφλότητα για τον ύστερο Μπόρχες. Η αναγωγή μιας σωματικής ορμής για τον Καβάφη ή μιας σωματικής κατάστασης για τον Μπόρχες σε πολιτισμική συνθήκη. Κανένας άλλος δεν πρότεινε τόσο σχεδιασμένα τη συνθήκη της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας. Ούτε οι ουρανιστές, ούτε ο Ζιντ στο "Κορυντόν", ούτε ο Ουάιλντ.
Και θα πω και κάτι ακόμη. Υπάρχει μια ορμή στην πρόταση της αρσενικής ομοφυλοφιλίας που θέλει τον αρσενικό ομοφυλόφιλο δημιουργό να αντιλαμβάνεται ως ελλιπή την ομοφυλόφιλη αρσενική φύση του και να γυρεύει να γίνει γυναίκα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ας πούμε, αν μελετήσει κανείς το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Έχω ασχοληθεί με το θηλυκό αίτημα στον ντα Βίντσι. Και αυτή η ορμή νιώθω πως καθορίζει το αίτημα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας ας πούμε και στον Προυστ και στον Ταχτσή και στον Ζενέ ακόμα, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτο, αλλά αν διαβάσει κανείς την "Παναγία των Λουλουδιών" θα το δει. Ο Καβάφης δεν ανήκει σε αυτή την ορμή. Ο Καβάφης επιμένει στην αρσενικότητα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας που προτείνει. Η πρότασή του είναι σκληρά αρσενική. Kαι είναι προφανές πως δεν θεωρεί την αρσενική ομοφυλοφιλία δηλωτικό μίας ατελούς φύσης, ενός λάθους που πρέπει να "διορθωθεί" δια της τέχνης, αλλά μίας εντελούς φύσης.
Εδώ νομίζω ότι υπάρχει η ελληνικότητα. Διότι ψάχνει στην αλεξανδρινή και προ-αλεξανδρινή ετερότητα, ψάχνει αυτό το ταυτοτικό στοιχείο και το βρίσκει. Και είναι και κάτι ακόμα χαρακτηριστικό. ότι στον κόσμο του Καβάφη δεν υπάρχει η μεγάλη, μοιραία σχέση ζωής. Που υπάρχει ας πούμε στον Ουάιλντ. Υπάρχουν στιγμές, τα ινδάλματα, οι δεσμοί ηδονής που οφείλουν να τελειώσουν, να βυθιστούν μέσα στη μνήμη, να γίνουν σήμα και ποίημα της ματαιότητας. Στην ίδια αρσενικότητα της πολιτισμικής ομοφυλοφιλίας επιμένει και ο Μιχαήλ-Άγγελος αλλά αυτός κάποια στιγμή αρπάζεται από τη χριστιανοσύνη τους, και ήταν και μέσα στην καρδιά της τον καιρό που η καθολική χριστιανοσύνη άρπαζε τα πάντα.
..."Σε έναν κόσμο αιώνιου θανάτου, το τρεμάμενο σώμα σπαρταράει, σπέρνει, σκορπίζει μάταιη ζωή". Αυτά έγραφα κάποτε. Δηλαδή κούφια λόγια. Και ύστερα έρχεται μια ώρα που διαβάζω αυτό το ποίημα ξανά και ξανά και που, τώρα στα 44 μου, πιστεύω πως είναι το καλύτερο ποίημα όλων των αιώνων, όλων των ποιητών και όλων των εποχών. Είναι από τα "ατελή" ποιήματα του Καβάφη. Αχρονολόγητο, γράφτηκε μετά το 1925.
"Την ψυχήν επί χείλεσιν έσχον" (Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει σε στίχο της Παλατινής Ανθολογίας που αποδίδεται στον Πλάτωνα)
Τίποτε απολύτως το ρωμαντικό
δεν είχεν όταν με είπεν «Ίσως να πεθάνω».
Τώπε για αστεϊσμό. Έτσι που θα το πει
είκοσι τριών ετών ένα παιδί.
Κ' εγώ -είκοσι πέντε- έτσι το πήρα ελαφρά.
Τίποτε (ευτυχώς) της ψευτο-αισθηματικής ποιήσεως
για να συγκινηθούν κομψές (αστείες) κυρίες
που για τίποτα στενάζουν.
Κ' εν τούτοις όταν βρέθηκα έξω απ' την πόρτα του σπιτιού
με ήλθε η ιδέα που πράγμα αστείον δεν ήταν.
Μπορούσε και ν' απέθνησκε. Και με τον φόβο αυτό
ανέβηκα τες σκάλες τρέχοντας, ήτανε τρίτο πάτωμα.
Και χωρίς ν' ανταλλάξουμε κανένα λόγο,
τον φίλησα το μέτωπο, τα μάτια του, το στόμα,
το στήθος του, τα χέρια του, και κάθε, κάθε μέλος·
που θάρρεψα - όπως λέγουν οι θείοι στίχοι
του Πλάτωνος - που η ψυχή μου ανέβηκε στα χείλη.
Δεν πήγα στην κηδείαν. Ήμουν άρρωστος.
Μονάχη της τον έκλαψεν αγνά,
επάνω στο λευκό του φέρετρον, η μάνα του.
Τι μας λέει αυτό το ποίημα; Μας λέει πως η ζωή βαδίζει, καλπάζει. Μας λέει πως μπορεί και να πεθάνουμε. Όχι, μας λέει πως όλοι θα πεθάνουμε. Μας λέει πως οι άνθρωποι σμίγουμε μαζί σε μιαρά κρεβάτια, πως πεθαίνουμε μόνοι σε αγνά φέρετρα. Ωστόσο μας λέει και κάτι άλλο, κάτι ακόμη μεγαλύτερο. Μας λέει πως κάποτε έρχεται μια κρίσιμη ώρα, κάτω στην πόρτα, όπου η ψυχή, η Ψυχή με κεφαλαίο Ψ και όλη η πλατωνική ιδεοκρατία γίνεται τρεμάμενο σώμα, γίνεται στιγμή παραδομού, γίνεται χείλια, κόκκινα χείλια, αιματωμένα χείλια. Γίνεται χείλια κόκκινα που περιμένουν να ενωθούν...».