Τώρα πια το γνωρίζουμε. Ούτε η εισβολή των αμερικάνων στο Ιράκ, ούτε η Αραβική Άνοιξη μπόρεσαν να εξασφαλίσουν ένα μέλλον ειρήνης και δημοκρατίας για τους αραβικούς λαούς. Αντί για αυτό είδαμε να αναδύεται στα εδάφη της Συρίας και της Μεσοποταμίας ένα ισλαμικό χαλιφάτο που θέλει να γυρίσει τους λαούς της περιοχής πίσω στον μεσαίωνα. Σκλαβοπάζαρα, άνθρωποι που αποκεφαλίζονται, σταυρώνονται, πετιούνται από ταράτσες, λιθοβολούνται, πυρπολούνται ζωντανοί. Ένα καθημερινό θέατρο της φρίκης που λειτουργεί ως διαφημιστικό στρατολόγησης για ανεξακρίβωτο αριθμό ατόμων νεαρής ηλικίας που ψάχνουν να βρουν νόημα στη ζωή τους ταξιδεύοντας για να πολεμήσουν στο πλευρό των μαχητών της τζιχάντ ή αναλαμβάνοντας τρομοκρατικά χτυπήματα κατά των δυτικών «απίστων» όπως έγινε πρόσφατα στη Δανία και τη Γαλλία.
41 ετών σήμερα, ο μαροκινής καταγωγής Αμπντέλα Ταϊά (στη φωτογραφία επάνω) έχει γίνει διάσημος στη Γαλλία μέσα από τα βιβλία του. Μάλιστα ένα από αυτά («Ο Στρατός της Σωτηρίας») πρόσφατα έγινε και ταινία. Στο παρακάτω κείμενο περιγράφει πως αντέδρασε η οικογένειά του όταν η λαίλαπα του ισλαμικού φανατισμού χτύπησε τη δική τους πόρτα.
«Κανείς δεν εξαιρείται. Σας το λέω και θα το ξαναπώ. Πρέπει να έρθετε όλοι και να του μιλήσετε. Δεν είναι πρόσκληση. Είναι διαταγή!»
Η μητέρα μου, μια αναλφάβητη γυναίκα 75 ετών ανέθεσε στον εαυτό της την αποστολή να σώσει τον εγγονό της. Έναν νεαρό που μόλις στα 16 του χρόνια είχε μετατραπεί σε φανατικό ζηλωτή. Μονίμως εξοργισμένος με όλο τον κόσμο, δεν άφηνε σε χλωρό κλαρί κανέναν από τη στενή και ευρύτερη οικογένειά του. "Ο τρόπος που ζείτε δεν είναι απλώς χαράμ (αμαρτία). Είναι κάτι πολύ χειρότερο. Είναι κοφρ (άρνηση της πίστης). Κι εγώ δεν θέλω να είμαι από το πρωί μέχρι το βράδυ δίπλα σε άπιστους. Ακόμα κι αν πρόκειται για τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τις αδελφές μου. Από μένα εξαρτάται να σας σώσω. Αυτή είναι η αποστολή μου!"
Καταλάβαμε γρήγορα πως αυτή ήταν μία από τις αποστολές που του ανέθεσε ο αρχηγός του, ο Εμίρης του. Εκείνος ήταν που κατάλαβε αμέσως πως στο πρόσωπο του ανιψιού μου είχε βρει το κατάλληλο άτομο. Μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες, το παιδί ήταν πλέον ένας άλλος άνθρωπος. Η πλύση εγκεφάλου υπήρξε ολοκληρωτική. Ο μονίμως χαμογελαστός έφηβος μετατράπηκε σε έναν νεαρό σκυθρωπό και ανελέητο. Πλέον μιλούσε με διαφορετικό τρόπο. Λέξεις από τα κλασικά αραβικά εναλλάσσονταν με στίχους του Κορανίου και παραβολές από τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ. Εννοούσε να έχει λόγο για την παραμικρή λεπτομέρεια στην καθημερινότητα της οικογένειας και των γύρω του. Να επιβάλλει τον δικό του νόμο στην οικογένειά του και κυρίως στις αδελφές του. Πλέον το ισλάμ ήταν ο ίδιος. Και παρόλο που έμοιαζε κωμικός στον καινούριο του ρόλο, ο τρόμος που ενέπνεε στους γύρω του, ανάμεσά τους και στην 75χρονη μητέρα μου που πλέον ζούσε μόνη, ήταν πραγματικός. Ο κίνδυνος που ένιωθαν ήταν πραγματικός.
Στο τηλέφωνο είχα την εντύπωση ότι και η μητέρα μου με δούλευε. «Εσύ που είσαι και συγγραφέας πρέπει να έρθεις οπωσδήποτε. Και να φέρεις και τα βιβλία σου μαζί!» Με έπιασαν τα γέλια. Αν είναι δυνατόν! Ήθελα να της απαντήσω: «Μητέρα είμαι ομοφυλόφιλος. Ειδικά εμένα δεν πρόκειται να με ακούσει ποτέ.» Δεν τόλμησα. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, ένας διαφορετικός αγώνας για μια άλλη, πιο κατάλληλη στιγμή. Το επείγον αυτή τη στιγμή είναι τούτη η ανθρώπινη βόμβα στην καρδιά της οικογένειάς μου. Αυτό που έχει σημασία είναι η έκκληση της μητέρας μου για βοήθεια και η αναγνώριση από μέρους της του ρόλου που μπορούν να παίξουν τα βιβλία. Έπρεπε να φύγω για το Μαρόκο. Να προσπαθήσω κάτι, οτιδήποτε. Και να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια ότι οι περιγραφές ήταν επιεικείς σε σχέση με την πραγματικότητα.
Αυτό που ξέσπασε στην οικογένεια της αδελφής μου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από πόλεμος. Εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει συνέχεια. Ο άντρας της παραδεχόταν ότι δεν είχε πλέον το σθένος να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον γιο του. Μόνο μία από τις αδελφές του συνέχισε να του πηγαίνει κόντρα. Εκείνος της φώναζε. Αυτή του φώναζε πιο δυνατά. Την χτύπαγε. Του ανταπέδιδε τα χτυπήματα. Εκείνη μου διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες της παρανοϊκής κόλασης που προσπαθούσε να τους επιβάλλει ο ανιψιός μου στο όνομα της «πραγματικής πίστης του ισλάμ». Που φυσικά ήταν πραγματική μόνο στο μακρινό παρελθόν. Τον καιρό του προφήτη. Πριν από 14 αιώνες...
Τον καιρό που μεγάλωνα, στις δεκαετίες του '70 και του '80, ακόμα και η φτωχή οικογένεια μου είχε στα ράφια της βιβλία στα αραβικά και στα γαλλικά. Και κυρίως ο μεγάλος αδελφός μου. Είκοσι χρόνια μετά δεν υπάρχουν πια βιβλία στις οικογένειες που έφτιαξαν τα αδέλφια μου. Η μητέρα μου πάντα μας έλεγε «διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε». Στο Μαρόκο αυτό σημαίνει «μελετήστε». Γιατί μόνο αυτό μπορεί να σας σώσει από τη φτώχια και την πολιτική εγκατάλειψη μέσα στην οποία καλούμαστε όλοι να επιβιώσουμε.
Κατά βάθος ήταν εκείνη η αναλφάβητη γυναίκα που με έκανε να αγαπήσω τα βιβλία. Εκείνη ήταν που με έσπρωξε στο γράψιμο. Και μαζί της όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσο πολύ είχαν αυξηθεί στη χώρα μας η αθλιότητα και η έλλειψη ανθρωπιάς. Εκείνη είχε καταλάβει πως ο εγγονός της υπέφερε από κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο, κάτι που τον ξεπερνούσε. Και όπως πάντα όταν αντιμετώπιζε μια κρίση, δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Κάλεσε τους πάντες για βοήθεια. Και όλοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά της.
Όμως τι μπορείς να κάνεις για να συνεφέρεις κάποιον που δεν είναι πλέον ο εαυτός του; Στην πραγματικότητα, τίποτα.
«Πήγαινε να του δείξεις τα βιβλία σου!» Δεν το έκανα. Η αίσθηση της απόγνωσης με είχε καταβάλλει. Απέναντί μας είχαμε έναν νεαρό αποφασισμένο για όλα, που κάποιοι είχαν καταφέρει να μετατρέψουν σε ρομπότ. Να του πούμε ότι τον αγαπάμε; Αυτό δεν του είναι αρκετό. Να του πούμε να αλλάξει μυαλά; Θα γελάσει στα μούτρα μας.
Ο θάνατος είχε αρχίσει να περπατάει ανάμεσά μας. Αισθανόμασταν την παρουσία του.Ο πατέρας του άρχισε να φωνάζει: «Θα τον καταδώσω στην αστυνομία!»
Ποιος ήταν τελικά υπεύθυνος για αυτή την τραγωδία; Η οικογένειά μου; Το ισλάμ; Ο βασιλιάς; Το Μαρόκο; Η Σαουδική Αραβία; Η Αμερική; Η Γαλλία; Εγώ;
Λίγο πριν φύγω, στα βάθη της απελπισίας μου, προσπάθησα να ξαναπιάσω το νήμα της τρυφερής επικοινωνίας που είχα μαζί του κάποτε, τον καιρό που ήταν ακόμα παιδί. Και του έκανα αυτή την ερώτηση: «Θυμάσαι που σου διάβαζα τον Τεν-Τεν όταν ήσουν μικρός;» Δεν πρόλαβα να τελειώσω την ερώτηση και μου απάντησε σαν υπνωτισμένος: «Μιλού. Κάπτεν Χάντοκ. Οι αδελφοί Ντιπόν...»
Μια μικρή χαραμάδα ελπίδας;
* Μετάφραση από εδώ. Ακόμα ένα κείμενο του Αμπντέλα Ταϊά, σχετικά με την εμπειρία του να μεγαλώνει κανείς ως ομοφυλόφιλος σε μια παραδοσιακή μουσουλμανική κοινωνία, μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Ένα αγόρι προορισμένο να θυσιαστεί