Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ μερικές δεκάδες γυναίκες μαθαίνουν ότι το έμβρυό τους πάσχει από “σύμφυτη υπερπλασία των επινεφριδίων” (ΣΥΕ). Η σπάνια πάθηση οφείλεται σε ένα ελαττωματικό ένζυμο και όλα τα νεογέννητα εξετάζονται γι’ αυτήν. Αν δεν διαγνωστεί εγκαίρως, μέσα σε λίγες εβδομάδες τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά βρέφη αρρωσταίνουν σοβαρά λόγω απώλειας ζωτικών αλάτων από τα ούρα. Το ελαττωματικό ένζυμο έχει επίσης επιπτώσεις στην καρδιακή λειτουργία και οδηγεί σε υπερσυγκέντρωση ανδρογόνων στο σώμα. Το αποτέλεσμα είναι τα εξωτερικά όργανα των θηλυκών βρεφών να θυμίζουν τα αντίστοιχα των αρσενικών. Σε πολλές περιπτώσεις η κλειτορίδα είναι απλά λίγο μεγαλύτερη από το συνηθισμένο. Σε άλλες όμως είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το φύλο τους, παρά το γεγονός ότι συνήθως διαθέτουν μήτρα και ωοθήκες.
Μια ορμονική θεραπεία που έχει σκοπό να προληφθεί η εμφάνιση διφορούμενων γεννητικών οργάνων προσφέρεται από κάποιους ερευνητές σε γυναίκες που μπορεί να εγκυμονούν τέτοια έμβρυα. Η θεραπεία δεν είναι χωρίς κινδύνους, αλλά μία συγκεκριμένη παρενέργεια ξεσηκώνει τις αντιδράσεις των επικριτών της: σύμφωνα με κάποιες μελέτες μειώνει την πιθανότητα να αναπτύξει ένα κορίτσι ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό, ενώ τονώνει στοιχεία της συμπεριφοράς του που θεωρούνται πιο “θηλυκά” σύμφωνα με τα παραδοσιακά ετεροφυλοφιλικά πρότυπα. Ακόμα πιο αμφιλεγόμενο είναι το γεγονός ότι οι ορμόνες δεν θεραπεύουν την ίδια την πάθηση αλλά μόνο ένα σύμπτωμά της, δηλαδή την εμφάνιση διφορούμενων γεννητικών οργάνων.
Η είδηση ότι μια τέτοια “θεραπεία” μπορεί να δοκιμάζεται σε εγκύους έχει εξοργίσει την ομοφυλοφιλική κοινότητα και προκαλεί έντονο προβληματισμό σε παιδιάτρους, ενδοκρινολόγους και ειδικούς σε ζητήματα βιοηθικής. Σύμφωνα με έναν καναδό ψυχολόγο “η θεραπεία μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο την εμφάνιση των γεννητικών οργάνων αλλά και τη συμπεριφορά μετά τη γέννηση. Ορισμένοι ερευνητές βλέπουν τα κορίτσια που πάσχουν από την πάθηση σαν πειραματόζωα που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για τις μελέτες τους.”
Οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι ελάχιστα είναι γνωστά για τους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει στην υγεία η χρήση της συγκεκριμένης ορμόνης -το στεροειδές δεξαμεθασόνη- κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Φοβούνται ότι πολλοί γιατροί μπορεί να υπόσχονται στους γονείς ότι ένα από τα παράπλευρα “οφέλη” της θεραπείας είναι η μειωμένη πιθανότητα να βγει το παιδί τους ομοφυλόφιλο. Από την πλευρά της η Ένωση Ενδοκρινολόγων θεωρεί ότι η θεραπεία βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και υπενθυμίζει ότι η συνηθισμένη προσέγγιση σε περιπτώσεις διφορούμενων γεννητικών οργάνων είναι η χειρουργική επέμβαση. Δεν αποθαρρύνει όμως την περαιτέρω έρευνα γύρω από το θέμα.
Οι έρευνες σε ζώα έχουν δείξει ότι η χρήση της συγκεκριμένης ορμόνης μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση και αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου. Μακροχρόνιες μελέτες για τις συνέπειες στους ανθρώπους δεν υπάρχουν. Παρόλα αυτά η ορμόνη χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε γυναίκες που εμφανίζουν μετάλλαξη στο γονίδιο που προκαλεί τη συγκεκριμένη υπερπλασία – παρά το γεγονός ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το έμβρυο έχει μόλις 12% πιθανότητα να αναπτύξει την πάθηση. Τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών μετά τη γέννηση μελέτησε η δρ. Μαρία Νιου, διακεκριμένη παιδίατρος-ενδοκρινολόγος της Νέας Υόρκης. Συγκρίνοντας με κορίτσια που πάσχουν από ΣΥΕ και στις μητέρες τους δεν είχε χορηγηθεί η ορμόνη, βρήκε ότι στη δεύτερη περίπτωση πολύ περισσότερες από αυτές ήταν αμφιφυλόφιλες ή λεσβίες. Επιπλέον τα κορίτσια που είχαν εκτεθεί στην ορμόνη εμφάνιζαν πιο κλασικά “θηλυκή” συμπεριφορά – ήταν πιο ντροπαλές και λιγότερο “επιθετικές” σε σχέση με τη δεύτερη ομάδα.
Παρόλα αυτά ένας ερευνητής που συμμετείχε στην έρευνα επιμένει ότι “δεν έχει γίνει καμία μελέτη για να προσδιοριστεί κατά πόσο η ορμόνη μπορεί να περιορίσει τη λεσβιακή προδιάθεση στα κορίτσια. Σε καμία περίπτωση δεν θα σύστηνα να “θεραπευτεί” ένα κορίτσι για τις λεσβιακές του τάσεις. Κάθε θεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με λάθος σκοπό. Αλλά δεν είναι αυτή η πρόθεσή μας. Η πρόθεση είναι τα παιδιά αυτά να αποφύγουν το χειρουργείο.”
Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι ακόμα και σε περιπτώσεις ερμαφροδιτισμού, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα παιδιά πρέπει να αποφασίζουν μόνα τους για τη “θεραπεία” τους όταν φτάνουν σε ηλικία που μπορούν να πάρουν μια τέτοια απόφαση. Και δεν ξεχνάμε ότι το κυνήγι της επιστημονικής δόξας αλλά και του οικονομικού κέρδους πολλές φορές είναι ισχυρότερο από τις αγαθές προθέσεις των ερευνητών…